Πλούταρχος, ιερέας του Απόλλωνος στο Μαντείο των Δελφών: «Καθιερώσαμε θεούς που δεν είναι διαφορετικοί, για τον καθένα, ούτε άλλοι για βάρβαρους, και άλλοι για Έλληνες, ούτε άλλοι για το βορρά και άλλοι για το νότο». Αρχαίο κείμενο: «Θεούς νομίσαμε ουχ ετέρους παρ’ ετέροις, ουδέ βαρβάρους και Έλληνας, ουδέ νοτίους και βορείους «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 67.
Παρ’ όλο που είναι άγνωστο στους περισσότερους, τον 5ο αι. π.Χ. ψηφίστηκε (Ψήφισμα του μάντη Διοπείθη), νόμος στην Αρχαία Αθήνα κατά εκείνων (=φιλοσόφων) που «δεν πίστευαν στα θεία και διέδιδαν θεωρίες για τα ουράνια φαινόμενα» (Πλουτάρχου Περικλής, 32) με ποινές την εξορία, το θάνατο και την εξαφάνιση των συγγραμμάτων. Βάσει αυτού του νόμου (κι όχι αυθαίρετα ή παράνομα) κατηγορήθηκαν η / και καταδικάστηκαν διάφοροι φιλόσοφοι και ο Σωκράτης”.
Από το απώτερο παρελθόν της προϊστορίας, όπως δείχνει η αρχαιολογική έρευνα και η μελέτη των πηγών, μέχρι τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, βρισκόταν σε μια δαιδαλώδη ποικιλομορφία και συνεχή εξέλιξη. Στους προϊστορικούς χρόνους όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, η θρησκεία ήταν πρωτόγονη φυσιολατρική. Λατρεύονταν ποταμοί, βουνά, δένδρα, ζώα, πτηνά κ.λ.π. Το ίδιο και στα Μυκηναϊκά χρόνια και στην Μινωϊκή Κρήτη η θρησκεία είχε έντονο φετιχιστικό και τοτεμικό χαρακτήρα. Λατρεύονταν κατά κόρον, “οι πέτρες και τα ορυκτά, αδούλευτα από ανθρώπινο χέρι ή απλές γεωμετρικές μορφές” (περ. «Απολλώνειον Φως», Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1998, σελ. 5). Η θεά Γη ήταν η κύρια θεότητα. Σε πάμπολλα ειδώλια εικονίζεται μια αλλόκοτη γυναικεία μορφή με φίδια στα χέρια. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης πίστευαν πως οι πρωτόγονες θεότητες ήταν εγκλωβισμένες σε υλικά αντικείμενα!. Στους αρχαϊκούς χρόνους, έχουμε λατρεία χθονίων θεοτήτων. Αργότερα άρχισε να διαμορφώνεται το δωδεκάθεο, ως αντικατοπτρισμός της απολυταρχικής και αριστοκρατικής εξουσίας των ελληνικών πόλεων. Παράλληλα η κάθε πόλη προέτασσε τη λατρεία τοπικών θεοτήτων και ηρώων.
Η αρχαιοελληνική θρησκεία ουδέποτε είχε σταθερή μορφή, είτε στο χώρο, είτε στο χρόνο. Κατά συνέπεια, όπως θα αναφερθούμε στη συνέχεια λεπτομερώς, η επιμονή των «αρχαιολατρών» να αναβιώσουν την «πατρώα θρησκεία» κρίνεται αβάσιμη και ουτοπιστική, διότι δεν καθορίζεται ποιας μορφής της θρησκείας αυτής και ποιας εποχής, επιχειρείται αναβίωση, διότι όλες οι μορφές της, σε όλες τις εποχές τριών και πλέον χιλιάδων ετών ήταν “θρησκεία” των προγόνων μας!
Η αρχαιοελληνική θρησκεία ήταν “ειδωλολατρική” όπως φαίνεται μέσα από τα έργα των ποιητών και των αρχαίων συγγραφέων, τις καταγεγραμμένες λατρευτικές πρακτικες και είχε ένα ασαφές και σκιώδες «θεολογικό υπόβαθρο». Δημιουργοί της δεν υπήρξαν κάποια συλλογικά όργανα, αλλά διάφοροι ποιητές. Ο κάθε ένας από αυτούς, “ποιητική αδεία” και ανάλογα με την έμπνευσή του έκανε «θεολογία» (βλ. P. Decharme «Μυθολογία», τομ. 1, σελ._43). Αυτή είναι και η αιτία των τεραστίων διαφορών ανάμεσα στους συγγραφείς. Άλλη είναι η «θεογονία» του Ομήρου, άλλη του Ησιόδου άλλη του «Ορφέα», άλλη των νεοπλατωνικών και άλλη των ανωνύμων λαϊκών παραδόσεων .
Παραδείγματος χάριν τα “Ορφικά” είναι κείμενα πολύ μεταγενέστερα του Ομήρου, όπως διαπιστώνει ο Ηρόδοτος και ο Πλάτων, αν και οι πιστοί τους έλεγαν πως και αυτά είναι δεκάδων χιλιάδων ετών, ξεχνώντας πως, ακόμα και μυθολογικά, ο Ορφέας ήταν σύγχρονος του Ηρακλή, που έζησε μια γενιά πριν τον Τρωικό πόλεμο. Και όμως, παρουσιάζεται σαν θεμελιωτής της αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας. (πράγμα που ήταν, βέβαια, αλλά εδώ δεν είναι μέρος να αναλύσουμε τις νέες ιδέες που έφεραν οι Ορφικοί, φυσικά πάλι από την Αίγυπτο…). Μελετώντας όλες αυτές τις θεογονίες διαπιστώνουμε ζωηρά στοιχεία οργιώδους φαντασίας. Ο Πλούταρχος, ιερέας των Δελφών, οχι μόνο λοιπόν, συμφωνεί πως ήταν ο Όμηρος που έδωσε πρώτος ανθρώπινη μορφή στους θεούς, αλλά προσθέτει πως μετά από την ποίησή του πήραν οι άνθρωποι την ιδέα να τους κάνουν αγάλματα!: « [Ο Όμηρος] ετόλμησε δε και θεοίς μορφάς ανθρώπων εικάσαι...» [2] ... τόλμησε να αποδώσει στους θεούς μορφές ανθρώπων... Το εξηγεί καλύτερα αλλού: «Επειδή όμως η ποίηση χρειαζόταν θεούς που ενεργούν, τους έδωσε [ο Όμηρος] σώματα, για να δώσει στους ακροατές μια ιδέα της ύπαρξής τους. Και επειδή δεν υπάρχει άλλο σώμα εκτός από το ανθρώπινο που να μπορεί να αναλυθεί επιστημονικά και λογικά, με τέτοιο σώμα απεικόνισε κάθε ένα θεό, μεγαλώνοντάς το βέβαια σε μέγεθος και ομορφιά. Αλλά, κάνοντας αυτό, ταυτόχρονα ουσιαστικά υπέδειξε το να στήνονται εικόνες και αγάλματα των θεών με μορφή ανθρώπινη, ώστε να θυμίζουν την ύπαρξη θεών και σε όσους δεν σκέφτονται και πολύ». Παρακάτω, λέει καθαρά πως, κανονικά, ο «πρώτος θεός» είναι: «ασώματον όντα και νοήσει μόνον καταληπτόν», αναγνωρίζοντας την σύμβαση που εγκαινίασε ο Όμηρος.
Όλα αυτά επιβεβαιώνονται αρχαιολογικά. Κανένα προομηρικό άγαλμα ή ειδώλιο δεν μπορεί να ταυτιστεί με κάποιον θεό, ούτε και οι πολυπληθείς «κούροι» και «κόρες». Γραπτές μαρτυρίες μιλάνε για άμορφα, ή με μορφή γεωμετρικών σχημάτων, αγάλματα θεών που ήταν ήδη αρχαία την εποχή που τα περίγραψαν οι συγγραφείς. (ειδικά ο Παυσανίας). Οι πιστοί τα θεωρούσαν «ιερώτατα». Διαβάζοντας τους πάμπολλους μύθους της αρχαιοελληνικής θρησκείας, πελαγώνουμε κυριολεκτικά από τις ποικίλες εκδοχές και τις αντικρουόμενες απόψεις για το ίδιο θέμα. Παράλληλα τρομάζουμε από την «πολιτεία» των “θεών”, οι οποίοι είναι γεμάτοι από ανομολόγητα πάθη, καθότι «διέπρατταν» φοβερά εγκλήματα και ειδεχθείς ηθικές παρεκτροπές, από όποια “οπτική γωνία” κι αν το δούμε...
Οι θεοί και οι θεές της αρχαιοελληνικής θρησκείας δε, ήταν -ανάμεσα σε όλα τα άλλα- και προβολές διάφορων ανθρώπινων ψυχικών διαθέσεων. Είναι η «θεοποίηση» των ανθρωπίνων παθών των αρχόντων της εποχής εκείνης, η «νομιμοποίηση» των καταπιεστικών, ηθικών, και ποινικών τους ατοπημάτων. Άλλωστε οι βασιλείς κατά τον Όμηρο καλούνται «Διογενείς» δηλαδή γενιά του Δία και η εξουσία τους είναι απόρροια της εξουσίας εκείνου (R. Decharme «Μυθολογία», τομ. 1, σελ. 67).
Γενικα: Ο πρώτος βωμός ο οποίος αφιερώνεται στους “Δώδεκα Θεούς”, εμφανίζεται μόλις τον 7ο η 6ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα από τον Πεισίστρατο τον εγγονό του τυράννου: «Πεισίστρατος ο γιος του τυράννου Ιππίου, ο οποίος είχε το όνομα του παππού του, αφιέρωσε όταν ήταν άρχοντας βωμό στους δώδεκα θεούς στην αγορά» [Θουκυδίδης, Ιστορίαι ΣΤ΄ 54.6 – 7]. Αργότερα άρχισαν -όπως θα δούμε παρακάτω- να εισάγονται νέοι “θεοί” από την Αίγυπτο (κι όχι μόνον), τόσο στην Δήλο όσο και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος (πχ Μακεδονία), και να αρχίζει η λατρεία ενός ξενόφερτου θεού σε Δημοσίους Ναούς αλλά και σε ιδιωτικές κατοικίες, ως “εφέστιου”. Η τελετουργία ονομάζονταν “υποδοχή” .
Αυτή η κατάσταση αθρόας εισαγωγής ξένων “θεών” σταμάτησε πολύ αργότερα, με την επικράτηση του χριστιανισμού. Στην Αθήνα και πριν την Ρωμαϊκή εισβολή και κατοχή, εισήχθησαν επίσημα νέες θεότητες και λατρείες κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.X., οι οποίες προέρχονταν τόσο από άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου όσο και εκτός αυτού, όπως από την Αίγυπτο, την Μικρά Ασία, Μεσοποτάμια, την Θράκη κτλ. Έτσι, για παράδειγμα, τον 5ο αιώνα υιοθετήθηκε η λατρεία της Βένδιδος από την Θράκη που μνημονεύεται στην αρχή της Πολιτείας του Πλάτωνα. Ο βωμός της θεότητας αυτής βρισκόταν στον Πειραιά, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι λατρευόταν ιδιαίτερα στην περιοχή των μεταλλείων του Λαυρίου, όπου είχαν εγκατασταθεί πολλοί δούλοι από τη Θράκη. Επίσης, η λατρεία του θεού Αμμωνα της Αιγύπτου έκανε την εμφάνισή της στην Αθήνα στη διάρκεια του 4ου αιώνα. Από ελληνικές περιοχές εισήχθησαν στην Αθήνα στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα (μετά τη μάχη του Μαραθώνα) ο Παν από την Αρκαδία και ο Ασκληπιός από την Επίδαυρο στα τέλη του ίδιου αιώνα. Επιπλέον, οι Αθηναίοι υιοθέτησαν από άλλες πόλεις-κράτη τη λατρεία με μία συγκεκριμένη ιδιότητα κάποιων από τους ήδη καθιερωμένους πανελλήνια θεούς τους, όπως του Διός Ελευθερίου, για τον οποίο χτίστηκε στοά στην Αγορά των Αθηνών. Η λατρεία αυτών των θεοτήτων συχνά διαφοροποιήθηκε στην Αττική. Έτσι ο Παν άρχισε να λατρεύεται μαζί με τις Νύμφες και καθιερώθηκε η σπηλιά ως τόπος λατρείας του. Οι επονομαζόμενοι "ξενικοί" θεοί της Αθήνας, είχαν πράγματι ξενική καταγωγή και έφτασαν στην Αθήνα διαμέσου ελληνικών περιοχών. Για παράδειγμα, η φρυγική «Mητέρα των θεών» Κυβέλη και ο θίασός της (Κορύβαντες, Άδωνις, Σαβάζιος, Αττης) προέρχονταν από την Ιωνία, την οποία μερικοί την ταυτίζουν με την Ρέα. Επίσης, ομάδες μετοίκων που ζούσαν στην Αθήνα μπορούσαν να πάρουν άδεια από την πόλη προκειμένου να εγκαθιδρύσουν τη δική τους λατρεία. Επιγραφές που βρέθηκαν στην Αθήνα, και χρονολογούνται στα τέλη του 4ου αιώνα, μαρτυρούν την ύπαρξη πολλών ξενόφερτων θεών.
Την κατάρρευση της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, και την αποκατάσταση της θρησκευτικής ζωής προσπάθησε να ανακόψει ο Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός Λυκούργος, προσπαθώντας να εμφυσήσει ξανά στον πολίτη την ευσέβεια και την αρετή. Ο Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός Λυκούργος (390 π.Χ. – 324 π.Χ.), ήταν γόνος παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, ακολούθησε τις αρχές που χαρακτήριζαν τους παλαιούς Αθηναίους: προσήλωση στη θρησκεία και τους θεούς της πόλης, λιτότητα στον ιδιωτικό βίο, αμείλικτη στάση απέναντι σ' εκείνον που πρόδιδε την πόλη ή παρέβαινε τους καθιερωμένους ηθικούς και πολιτικούς κανόνες. Πολλοί από τους προγόνους του υπήρξαν ιερείς είτε του Ποσειδώνα είτε της Αθηνάς. Τιμούσε ιδιαίτερα τον θεό Διόνυσο. Αλλά η προσωρινή αυτή έκλαμψη δεν είχε συνέχεια. Με το θάνατό του τελείωσαν και όλα. Το ποτάμι δεν γύριζε πίσω πλέον.
Εκτός από την καθιέρωση της λατρείας νέων θεών, συντελέστηκαν και άλλες αλλαγές στη δομή της παραδοσιακής θρησκείας. Μία από αυτές ήταν η ιδιαίτερη σημασία που απέκτησαν δευτερεύουσες θεότητες και ήρωες, όπως για παράδειγμα η Αθηνά Νίκη, η Άρτεμις Αγροτέρα, η Νέμεσις και ο Θησέας. Επίσης, ήδη καθιερωμένοι θεοί απέκτησαν νέες προσωνυμίες όπως Αριστοβούλη και Ευκλεία η Αρτεμις, ή άρχισαν να λατρεύονται από τον 4οπ.Χ. αιώνα με καινούριες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα ο Ηγεμόνιος Ερμής και η Αφροδίτη Ευπλοία, η Αθηνά Σωτήρα και ο Φίλιος Δίας. (Στην διάρκεια μάλιστα του 4ου αιώνα π.Χ. εδραιώθηκε στην Αθήνα η λατρεία προσωποποιημένων αφηρημένων ιδεών και καταστάσεων -ορισμένες από τις οποίες είχαν ήδη εμφανιστεί τον 5ο αιώνα- όπως η Δημοκρατία, η Ειρήνη, η Αγαθή Τύχη και ο Αγαθός Δαίμων. Μολονότι οι Αθηναίοι τελούσαν θυσίες και έκαναν προσφορές προς τιμήν τους, πολύ λίγα στοιχεία είναι γνωστά για τη λατρεία αυτών των θεοτήτων. Ο Παυσανίας πάντως αναφέρεται στην ύπαρξη ενός βωμού της Ευκλείας, ο οποίος χτίστηκε με έξοδα από λάφυρα των Περσικών πολέμων. Η ιδέα λοιπόν της λατρείας μίας αφηρημένης ιδέας δεν ήταν καινοτομική, καθώς προσωποποιήσεις ιδεών -όπως η Πειθώ, ο Πλούτος, ο Έρως, η Nέμεσις και η Θέμις- λατρεύονταν ήδη μαζί με τους ολύμπιους θεούς. Συχνά μάλιστα εμφανίζονταν συνυφασμένες με ένα θεό, όπως η Πειθώ με την Αφροδίτη. Το νέο στοιχείο της περιόδου αυτής ήταν η αυτονόμηση της λατρείας των προσωποποιημένων ιδεών από το πάνθεον του Ολύμπου και η αριθμητική τους αύξηση).
ΕΤΣΙ, οι περισσότεροι που ακούνε για την αρχαία Ελληνική θρησκεία, φέρνουν αμέσως στο μυαλό τους, τους “Δώδεκα θεούς του Ολύμπου”, θεωρώντας πως οι αρχαίοι προγονοί μας πίστευαν πάντα σ’ αυτούς, και μόνον. Μία ακόμη αντίληψη που έχουν, επηρεασμένοι από τη θρησκεία του Χριστιανισμού, είναι πως η αρχαία Ελληνική θρησκεία ήταν ενιαία και είχε ένα ενιαίο δόγμα. Βέβαια τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει. Ούτε ενιαία υπήρξε ποτέ, ούτε η θρησκεία του Δωδεκάθεου ήταν εξ υπαρχής.
Το τέλος των πόλεων – κρατών στην Ελλάδα που επέφεραν οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα μετέπειτα ιδρυθέντα βασίλεια των επιγόνων του, είχε ως αποτέλεσμα και την κατάρρευση της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, τουλάχιστον με την μορφή που εκδηλώνονταν σ’ αυτές τις πόλεις – κράτη. Ο πρώην πολίτης όχι μόνο δεν σέβονταν την πατρώα θρησκεία δηλαδή την θρησκεία των προγόνων του, όχι μόνο δεν μπορούσε να στηρίζεται σ’ αυτήν, αλλά έφτανε στο σημείο να την διακωμωδεί κιόλας. Ο Παυσανίας (2ος αιώνας μ.Χ.) στα «Αττικά» μιλάει για Αθηναίους που για να διασκεδάσουν στα σπίτια τους έκαναν τελετές μιμούμενοι τα Ελευσίνια μυστήρια μία από τις ιερότερες και πιο σεβαστές θρησκευτικές τελετές στην αρχαία Ελλάδα.
Πιθανόν να ζήλεψαν την … «δόξα» του Αλκιβιάδη (450 π.Χ. – 404 π.Χ.) που σύμφωνα με τον Πλούταρχο (45 μ.Χ. – 120 μ.Χ.), ο οποίος έγραψε τη βιογραφία του, αναφέρεται στην ανάρμοστη και ασεβή πράξη του ιδίου και των φίλων του να μιμηθούν σε ιδιωτικά σπίτια την τελετή των Ελευσίνιων Μυστηρίων και να την διακωμωδήσουν.
Βέβαια οι θυσίες και οι γιορτές συνέχισαν να γίνονται, αλλά ο Έλληνας δεν ήταν πια καθόλου βέβαιος πως οι θεοί των προγόνων του υπάρχουν, είχε μάλιστα και τις αμφιβολίες του, πως κι αν υπάρχουν είναι δυνατόν να τον ακούνε κιόλας:«Πίστευε στον θεό και να τον σέβεσαι, αλλά μη του ζητάς τίποτε. Διότι τίποτε άλλο περισσότερο δεν έχεις από το να του ζητάς. Είτε υπάρχει, είτε όχι, μη θέλεις να μάθεις, αλλά ως υπάρχοντα και ως παρόντα πάντοτε να τον σέβεσαι» Φιλήμων, απόσπ. 1.118ab γράφει ο δημοφιλής ποιητής εκπρόσωπος της «Νέας Κωμωδίας», ο Φιλήμων (361 π.Χ. – 263 π.Χ.). Την αποξένωση αυτή και το κενό που ένοιωθε ο άνθρωπος στη σχέση του με το Θεό εξέφρασε και ο μεγάλος φιλόσοφος Επίκουρος (341 π.Χ. – 270 π.Χ.) ο οποίος υποστήριζε πως ο Θεός είναι μια οντότητα απόλυτα ξένη προς τον άνθρωπο, κάτι περίπου αντίστοιχο που υποστήριξε στους νεότερους χρόνους το κίνημα του Δεϊσμού (Deismus): «Το μακάριο και άφθαρτο ούτε το ίδιο έχει τίποτε ούτε σε άλλον παρέχει. Ώστε ούτε με οργές επικοινωνεί ούτε με χάρες» (Επίκουρος, Κύριαι δόξαι 1.1). Η κοινωνία είχε χάσει οριστικά την παλιά συνοχή της και η θρησκευτικότητα είχε κατακερματιστεί και αυτή. Η πληθώρα νέων αγαλμάτων και βωμών που στήνονταν σε θεοποιημένες έννοιες ή καταστάσεις περιγράφει εναργέστατα τον κλονισμό της πίστης στους Δώδεκα θεούς του Ολύμπου, ακόμα και σ’ αυτή την προστάτιδα της πόλης Αθηνά. Στήθηκαν λοιπόν βωμοί στην Αγορά των Αθηνών στη Μνημοσύνη, τις Χάριτες, τις Ώρες, τις Νύμφες, τις Μοίρες, τον Δήμο, τη Δημοκρατία, τη Νίκη, την Ειρήνη, την Υγεία, τον Πόθο κ.λ.π. καθώς και σε ουράνια σώματα, όπως τον Ήλιο και τη Σελήνη. Εξ’ αυτού του γεγονότος άλλωστε, θα αποκαλέσει τους Αθηναίους «θεοσεβέστατους» ο Απόστολος Παύλος, στο κήρυγμά του στον Άρειο Πάγο, (Πράξεις των Αποστόλων 17:22).
Όλα τα παραπάνω δεν πρέπει να τα δούμε ως μια έκπτωση στην δεισιδαιμονία, αλλά στην αγωνία του ατόμου για μια άμεση σύνδεση και σχέση με το θεό, μια επίκληση για παρέμβασή του σε ότι ελπίζει ή σε ότι τον απειλεί, κάτι που δεν μπορούσε πλέον να του παράσχει η αχρηστευμένη από τα πράγματα θρησκεία της πόλης.
Ζώντας πλέον ο άνθρωπος της ελληνικής κοινωνίας σε μια πολυπολιτισμική και αχανή αυτοκρατορία και έχοντας χάσει τη «ζεστασιά» και το ενδιαφέρον της πόλης – κράτους του, ένοιωθε μια μοναδική εγκατάλειψη. Δεν υπήρχε πλέον προστασία ούτε από τους θεούς ούτε από την πολιτεία. Γι’ αυτό και όταν αποζητούσαν σωτηρία και συμπαράσταση, έχοντας χάσει την πίστη στα πάτρια, προτιμούσαν ν’ απευθύνονται στον ισχυρό άντρα της κάθε εποχής, τον οποίο ονόμαζαν Ευεργέτη, και τον τιμούσαν σαν θεό για να τον κολακέψουν: «Διότι άλλοι μεν από τους θεούς ή βρίσκονται μακριά ή δεν έχουν αυτιά ή δεν υπάρχουν ή δεν μας προσέχουν ούτε στο παραμικρό. Εσένα δε, σε βλέπουμε παρόντα, ούτε ξύλινο, ούτε λίθινο αλλά αληθινό. Ευχόμεθα πράγματι για σένα. Πρώτα φέρε μας την ειρήνη, αγαπητέ. Διότι κύριος είσαι εσύ» Δούριδος, Ιστορία 5.30.18. Αυτοί δε οι τιμώμενοι, προτιμούσαν να μην προστίθενται στους ήδη υπάρχοντες αναγνωρισμένους θεούς, αλλά να αναγνωρίζονται και αυτοί ως αδέλφια ή παιδιά των θεών της πάλαι ποτέ πόλης – κράτους, και η λατρεία τους να συνδέεται με τους παλιούς θεούς.
Δεν ήταν κάτι πρωτοφανές η θεοποίηση και λατρεία ενός εν ζωή ανθρώπου στην αρχ. Ελλάδα. Ο Σπαρτιάτης πολιτικός και στρατηγός Λύσανδρος (...- 395 π.Χ.), ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συντριβή των Αθηναίων κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ήταν ο πρώτος εν ζωή ισχυρός άνδρας για τον οποίο οι Έλληνες έστησαν βωμό και τιμόταν ως θεός , πλην της γενέτειρας του της Σπάρτης!.... Του πρόσφεραν θυσίες όπως σε “θεό”, θέσπισαν προς τιμή του αγώνες, τα «Λυσάνδρεια» και έγραψαν γι’ αυτόν παιάνα, είδος δηλαδή άσματος που γραφόταν μόνο για “θεο”: Πλουτάρχου, Βίοι, Λύσανδρος [18.3.] “πρώτῳ μὲν γάρ, ὡς ἱστορεῖ Δοῦρις, Ἑλλήνων ἐκείνῳ βωμοὺς αἱ πόλεις ἀνέστησαν ὡς θεῷ καὶ θυσίας ἔθυσαν, εἰς πρῶτον δὲ παιᾶνες ᾔσθησαν, ὧν ἑνὸς ἀρχὴν ἀπομνημονεύουσι τοιάνδε: τὸν Ἑλλάδος ἀγαθέας στραταγὸν ἀπ' εὐρυχόρου Σπάρτας ὑμνήσομεν, ὦ, ἰὴ Παιάν” Αλλά και η ηρωοποίηση ενός θνητού ήταν με μία λογική θεοποίησης αφού και υπήρχε ιερό προς τιμήν του ήρωος, και θυσίες εκτελούντο προς τιμήν του, και πιθανόν να γίνονταν και αθλητικοί αγώνες στο όνομά του. Η διαφορά είναι πως ένας ήρωας έχει τοπική εμβέλεια ενώ ένας θεός κάτι τις μεγαλύτερη. Πολύ σύντομα αυτό γίνονταν χωρίς κανένα ίχνος ντροπής πλέον. Ο Φίλιππος Β΄ ο πατέρας του Μ. Αλεξάνδρου, τιμήθηκε ως θεός στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και έκτισε μόνος του τον ναό του στην Ολυμπία, όπου έβαλε το χρυσελεφάντινο άγαλμά του, κατά το πρότυπο του αγάλματος του Δία. Ο Αλέξανδρος ομοίως, αναγνωρίστηκε ως θεός από τους Αθηναίους, αν και αυτό κράτησε μόνο μέχρι τον θάνατό του. Μπόρεσε πάντως να απολαύσει τον εαυτό του ως τον δέκατο τρίτο των Ολύμπιων θεών σε αρκετές πόλεις. Γράφει ο βιογράφος του Αρριανός (95 μ.Χ. – 180 μ.Χ.), για τη συζήτηση που έγινε για την θεοποίησή του: «Είναι πολύ πιο δίκαιο να θεωρήσουμε τον Αλέξανδρο θεό παρά τον Διόνυσο και τον Ηρακλή ... γιατί δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι, όταν ο Αλέξανδρος θα πέθαινε οι άνθρωποι θα τον τιμούσαν σαν θεό· πολύ πιο δίκαιο λοιπόν θα ήταν αν του απέδιδαν τις τιμές αυτές ενώ ήταν ακόμα ζωντανός και όχι μετά τον θάνατό του οπότε θα του ήταν άχρηστες». Αρριανός, Ανάβασις 4. 10, 6-7. Όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Μάρκος Αντώνιος (83 π.Χ. – 30 π.Χ.) πήγε στην Έφεσο, τον υποδέχθηκαν οι γυναίκες μεταμφιεσμένες σε Βάκχες και οι άνδρες και τα αγόρια σε Σατύρους και Πάνες, και χαιρετούσαν τον Μάρκο Αντώνιο σαν να ήταν ο θεός Διόνυσος, ψάλλοντας του παιάνα: «Μόλις εισήλθε αυτός στην Έφεσο, τον υποδέχθηκαν οι γυναίκες μεταμφιεσμένες σε Βάκχες και οι άνδρες και τα αγόρια σε Σατύρους και Πάνες και η πόλη ήταν γεμάτη από κισσούς και θύρσους και ψαλτήρια και σύριγγες και αυλούς και τον αποκαλούσαν Διόνυσο, Χαριδότη και Μειλίχιο» Πλουτάρχου, Βίοι, Αντώνιος 24.4. Και τα πράγματα εκφυλίστηκαν περαιτέρω όταν οι Μιλήσιου, οι Σμυρνιοί και τελευταίοι οι Αθηναίοι θεοποίησαν και λάτρεψαν τους κατακτητές τους Ρωμαίους αυτοκράτορες αλλά και την «θέα Ρώμη» σε ναούς οι οποίοι εχτιστηκαν στις Ακροπόλεις (*) τους … Η λατρευτική αυτή συνήθεια επεκτάθηκε σε πολλές Ελληνικές πόλεις και συνεχίστηκε και μετά Χριστό … Ακόμα και ο Μέγας Κωνσταντίνος αλλά και ο Μέγας Θεοδόσιος ανακηρύχτηκαν «θεοί» και λατρεύτηκαν από τους μη-Χριστιανούς πολίτες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας …. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B1%CF%8C%CF%82_%CE%A1%CF%8E%CE%BC%CE%B7%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%91%CF%8D%CE%B3%CE%BF%CF%85%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85
Η θεοποίηση του ισχυρού οδήγησε όχι μόνο στον εξευτελισμό και την αλλοτρίωση της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, αλλά και στην ηθική κατάπτωση του Έλληνα, αφού την πατροπαράδοτη ευσέβεια προς τους θεούς διαδέχτηκε η αισχρή κολακεία. «Τα ιερά και τα πάτρια», τα διατηρούσαν βέβαια, στο βαθμό όμως που τα είχαν έτοιμα να τα πουλήσουν στον κάθε «ευεργέτη» ο οποίος έδινε λεφτά ή φαγητό στους κατοίκους της πόλης ή ακόμη να τα χρησιμοποιήσουν για να κολακέψουν τους οποιοδήποτε ισχυρούς: «Έγιναν επίγειοι θεοί, για τις ευεργεσίες τους στους ανθρώπους και αθάνατη δόξα και τιμή πέτυχαν». Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη ιστορική 6.1,1.
Η κατάπτωση της Αθήνας έφθασε σε σημεία κυριολεκτικά αδιανόητα, όταν τα Ελευσίνια μυστήρια των Αθηναίων γελοιοποιήθηκαν, προκειμένου να κολακευθεί ο ισχυρός άνδρας της στιγμής, Δημήτριος ο Πολιορκητής (337 π.Χ. – 283 π.Χ.): «Διαβόητος έγινε για την κολακεία του και ο δήμος των Αθηναίων» Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 6.62. Αυτόν και τον πατέρα του Αντίγονο, πρωτοτυπώντας οι Αθηναίοι, τους ονόμασαν «θεούς σωτήρες». Αποφάσισαν με ψήφισμα και τους έστησαν βωμούς. Τους απεσταλμένους του Δημητρίου ονόμασαν όχι πρεσβευτές αλλά θεωρούς, ένας τίτλος που ως γνωστόν κατείχαν μόνο οι απεσταλμένοι της οποιαδήποτε Ελληνικής πόλης στους Δελφούς και την Ολυμπία «διότι πρώτους μεν από όλους τους ανθρώπους τον Δημήτριο και τον Αντίγονο … θεούς σωτήρες ανέγραψαν» Πλουτάρχου, Βίοι, Δημήτριος 10.3 – 5. Ο δε Αθήναιος (τέλος 2ου μ.Χ. αιώνα – αρχές 3ου μ.Χ. αιώνα), μας διασώζει και τον ύμνο που έγραψαν οι Αθηναίοι και τον αφιέρωσαν στον Δημήτριο τον Πολιορκητή: «Χαίρε γιε του παντοδύναμου θεού Ποσειδώνα και της Αφροδίτης. Γιατί άλλοι θεοί είτε είναι μακριά ή δεν ακούν ή δεν υπάρχουν ή δεν νοιάζονται διόλου για μας· εσένα όμως, σε βλέπουμε μπροστά μας, όχι από ξύλο ούτε από πέτρα, αλλά αληθινό» Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί VI, 253e.
Ας δούμε κάποια σημεία του ευτελισμού των Αθηναίων από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (337 - 283 π.Χ.). Αποφάσισαν να τον υποδέχονται με τιμές που αποδίδονταν μόνο στην θεά Δήμητρα και τον θεό Διόνυσο, άλλαξαν το όνομα του μήνα Μουνιχιώνα (24 Μαρτίου – 22 Απριλίου) και τον έκαναν Δημητριώνα, ενώ τα Διονύσια τα ονόμασαν Δημήτρια! Έφθασαν στο σημείο να τον αναγορεύσουν σε αδελφό της θεάς Αθηνάς και του έδωσαν για κατοικία τον Παρθενώνα. Και αυτός, με τον χυδαία έκλυτο βίο του μετέτρεψε τον ναό της πολιούχου Αθηνάς σε πορνείο, εγκαθιστώντας εκεί πόρνες και νεαρούς πόρνους: «Αυτοί δε, αν και προηγουμένως ήδη μέχρι καταχρήσεως είχαν χορηγήσει άφθονη τιμή σ’ αυτόν, βρήκαν όμως και τότε τρόπο να φανούν νέοι και πρόσφατοι στις κολακείες, δίνοντας σ’ αυτόν κατάλυμα τον Οπισθόδρομο (δηλ. το δυτικό μέρος) του Παρθενώνα, και εκεί κατοικούσε … αλλά ο Δημήτριος, ο οποίος έπρεπε να ντρέπεται την Αθηνά, αν όχι για κάτι άλλο, τουλάχιστον ως αδελφή του μεγαλύτερη, διότι έτσι ήθελε να λέγεται, τόσο πολύ γέμισε με ντροπή την ακρόπολη για παίδες ελευθέρους και γυναίκες πολίτιδες, ώστε καθαρός φαίνονταν ο τόπος όταν ακόλαστα αυτός περνούσε τον καιρό του μόνο μαζί με τις πόρνες εκείνων, της Χρυσίδας, της Λαμίας, της Δημούς ή της Αντικύρας» Πλουτάρχου, Βίοι, Δημήτριος 23.4.5 – 24.1.2. Τόσα πολλά έκανε ο Δημήτριος με την συνεργασία και την προτροπή των ευτελισμένων Αθηναίων, ώστε γεμάτος θλίψη για την κατάντια τους ο Πλούταρχος, υποχρεώνει τον εαυτό του να μην τα πει, σεβόμενος την πόλη: «Και τα μεν άλλα δεν πρέπει σαφώς να διηγηθούμε για χάρη της πόλης». Πλουτάρχου, Βίοι, Δημήτριος 24.2. Οι άλλοτε υπερήφανοι Αθηναίοι, αυτοί που έδωσαν κατ’ εξοχήν τα φώτα του πολιτισμού στην ανθρωπότητα, έπεσαν τόσο χαμηλά μέχρι του σημείου να στήσουν 360 ανδριάντες (!), έναν για κάθε μέρα του έτους στον Δημήτριο τον Φαληρέα (περ. 345 π.Χ. - περ. 280 π.Χ.), για να τον κολακέψουν, τους οποίους βέβαια κατέστρεψαν μετά τον θάνατό του. Την ίδια υποκρισία και εν συνεχεία αχαριστία, έδειξαν αμέσως μετά, και στον Δημήτριο τον Πολιορκητή (337 π.Χ. - 283 π.Χ.), τον άνθρωπο που ίσως εξευτέλισε όσο κανείς άλλος την πόλη τους.
Ένα ακόμα παράδειγμα, για την παντελή κατάπτωση του ήθους των Αθηναίων. Στο Πρυτανείο των Αθηνών, όπου φυλάσσονταν οι νόμοι του Σόλωνα, οι Αθηναίοι είχαν βάλει σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και τιμής ανδριάντες των αληθώς γενναίων σωτήρων της πόλεως Μιλτιάδη και του Θεμιστοκλή. Και όμως στην ελληνιστική περίοδο, οι Αθηναίοι άλλαξαν τις αφιερώσεις, που πλέον δεν είχαν νόημα γι’ αυτούς, και έγραψαν πως οι συγκεκριμένοι ανδριάντες είναι ενός Ρωμαίου και ενός Θράκα!: «Τους ανδριάντες του Μιλτιάδη και του Θεμιστοκλή, αλλάζοντες τις επιγραφές, τους μετέτρεψαν σε ανδριάντες ενός Ρωμαίου και ενός Θράκα». Παυσανίας, Αττικά 1.18.3 – 4.
Και το τελειωτικό χτύπημα στην αρχαία Ελληνική θρησκεία το δίνει ο συγκρητισμός. Η λέξη αυτή προέρχεται από το ρήμα συγκρητίζω και αρχικά σήμαινε την από κοινού ένωση των Κρητών παρά τις διαφορές τους για την αντιμετώπιση ενός μεγάλου κινδύνου. Αργότερα σήμαινε – και μ’ αυτή την έννοια κατανοείται σήμερα – η ανάμιξη στοιχείων από διάφορες θρησκείες.
Ο Έλληνας μετά την παρακμή που επέφερε ο αδελφοκτόνος Πελοποννησιακός Πόλεμος, δεν νοιάζεται πλέον για την πόλη του, αλλά μόνο για τον εαυτό του. Έτσι στρέφεται σε ξένους θεούς και αναζητά διέξοδο στο υπαρξιακό κενό του στην δεισιδαιμονία, τον αποκρυφισμό, την μαγεία. Στην Δήλο, το νησί του Απόλλωνα και την ιερή καρδιά των αρχαίων, αναγείρονται μεγαλοπρεπείς ναοί του Σάραπι, της Ίσιδος, του Άνουβι κ.λ.π.. Και όλα αυτά βοηθιούνται, από την πολιτική του Μ. Αλεξάνδρου και των διαδόχων του, οι οποίοι επιθυμούσαν την σύγκραση των πολιτισμών για την εξυπηρέτηση των δικών τους πολιτικών σχεδίων και την απουσία κάθε αντίστασης στα απολυταρχικά καθεστώτα τους.
Στα πρωτοβυζαντινά χρόνια, η αρχαία Ελληνική θρησκεία κάνει μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να διασωθεί και να σταματήσει το ψυχοράγημά της, μεταμορφούμενη σε ένα πολύπλοκο συγκρητιστικό θρησκευτικό και φιλοσοφικό σύστημα, τον Νεοπλατωνισμό, για να επιβιώσει μπροστά στην σαρωτική εξάπλωση του Χριστιανισμού. Ήταν όμως αργά. Ο Φοίβος Απόλλων δεν είχε πια κατοικία και το ομιλών νερό είχε στερέψει!
(αναρωτιεμαι τι να απεγιναν οι παλαιοτεροι του γνωστου Δωδεκαθεου θεοι οπως οι: Κομαουέντεια, Μνάσα, Δίουια, Δρίμιος, Πέρσης, Ποσιδαιεία .. βρωμαγαν τα ποδια τους κι επαψαν να τους λατρευουν οι προγονοι μας .,.. or what? )
ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΟΦΟΙ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ (τοτε) ΘΕΩΝ
Πρώτος ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570-480 π.Χ.) τόλμησε να αρνηθεί την κρατούσα ειδωλολατρική θρησκεία της εποχής του και να διακηρύξει επίσημα: «Είς Θεός, εν τε θεοίσι καί ανθρώποισι μέγιστος ούτε δέμας θνητοίσι όμοιος ουδέ νόημα». Όμως «πάντα θεοίσ’ ανέθηκαν Όμηρος θ’ Ησίοδος τε… όσσα παρ’ ανθρώποισιν ονείδεα και ψόγος εστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τε και αλλήλους απατεύειν» (Ξενοφ. Απ.,11)! Τους θεούς θεωρούσε εξ ολοκλήρου αποκυήματα της ανθρώπινης φαντασίας, ανάρμοστα για τη θεία φύση. Υποστήριζε μάλιστα πως όσοι πιστεύουν ότι οι θεοί γεννήθηκαν, ασεβούν το ίδιοι με όσους λένε πως οι θεοί πεθαίνουν!
Ο Ηράκλειτος (540-480 π.Χ.) επιζητούσε «εξαγνισμόν από τα είδωλα» και πνευματική λατρεία του θείου (Αποστ. 5, Diels). Συνέλαβε την έννοια του ενός Θεού υποστηρίζοντας πως «Έν πάντα… εκ πάντων έν καί εξ ενός πάντα…ταυτό τε ζών καί τεθνηκός καί εγρήγορος καί καθεύδον καί νέον και γηραιόν… αγαθόν και κακόν -εν καί ταυτόν-» (Β΄ 50, 10, 88, 58). Καθιέρωσε την πνευματική έννοια του Λόγου ως την υπέρτατη αιτία των πάντων και ως τον πάνσοφο νου που συγκροτεί τον κόσμο και προνοεί γι’ αυτόν (Α 16). Υποστήριζε πως ο Όμηρος και ο Ησίοδος, αποδίδοντας στους θεούς κακίες και ανηθικότητες είχαν ολέθρια επίδρασή στα ήθη των ανθρώπων. Ακόμη στηλίτευσε τον ανόητο ανθρωπομορφισμό, τόνισε την απόλυτη διαφορά ανθρώπου και Θεού (Αποσπ. 88) και απειλούσε όσους έκαναν ανίερες τελετές (Βακχισμός, ιερά όργια, ιερή πορνεία κ.λπ.).
Ο Αναξίμανδρος (610-564 π.Χ.) αποφάνθηκε πως το θείον είναι «αθάνατον καί ανόλεθρον», «περιέχει δε άπαντα καί πάντα κυβερνά» (Αριστ., Μεταφ. 203Β).
Ο Εμπεδοκλής (493-433 π.Χ.) καταδίκασε έντονα τον ανθρωπομορφισμό της αρχαιοελληνικής θρησκείας και όρισε ότι το θείον είναι πνεύμα (Β΄ 134)
Ο Παρμενίδης (5ος αιών π.Χ.) αρνήθηκε μετά βδελυγμίας τις απαράδεκτες αντιλήψεις της εποχής του για το θείο και αποφάνθηκε πως αυτό είναι πέρα από κάθε φυσικό φαινόμενο και ανθρώπινη σύλληψη. Το θείον είναι «ατεμές» και «ακίνητον» (Β΄ 23, 24, 26)
Ο Αναξαγόρας (490-427 π.Χ.) απεφάνθη ότι ο Ηλιος, η Σελήνη και τα αστέρια, δεν είναι θεοί, όπως πρέσβευε η ειδωλολατρική θρησκεία και η οποία απαιτούσε λατρεία γι’ αυτά, αλλά πύρινες μάζες. Το ίδιο είχαν υποστηρίξει και ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης, ο Θαλής, ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος.
Ο Μητρόδωρος (5ος αιών π.Χ.), μαθητής του Αναξαγόρα, διακήρυξε πως «οι θεοί δεν είναι εκείνο που νόμιζαν όσοι τους έχτιζαν ναούς και τους προσκυνούσαν» (P. Decharme, «Ελληνική Μυθολογία» τομ. Α’, σελ. 286).
Ο Πρωταγόρας (480-411 π.Χ.) θεμελίωσε την έννοια της απόλυτης υπερβατικότητας του θείου και σατίρισε την παιδαριώδη θρησκευτικότητα της εποχής του, γι’ αυτό οι φανατικοί ειδωλολάτρες αποφάσισαν να τον σκοτώσουν (Θ.Η.Ε., τομ. 10,692).
Ο Ηρόδοτος (480-421 π.Χ.) δεν δίστασε να ασκήσει κριτική στο Μαντείο των Δελφών για ψεύτικους χρησμούς και στηλίτευσε την απαράδεκτη ιερή πορνεία (Ιστ. Ι. 199). Ο Αριστόδημος και ο Δημοσθένης περιγελούσαν επίσης τις ανόητες μαντείες του δελφικού μαντείου (P. Dech., ό.π.). Επίσης ο Επίχαρμος (530-440 π.Χ.) λοιδορούσε την αρχαία ειδωλολατρία, διότι αυτή θεωρούσε «τούς θεούς είναι ανέμους, ύδωρ, γήν, ήλιον, πύρ, αστέρες» (Στοβ. Ανθ. 91,92).
Ο Πίνδαρος (522-446π.Χ.) στα περίφημα ποιήματά του απογύμνωσε τους θεούς από τις μυθολογικές γελοιότητες που προσβάλουν το θείο, (Πινδ. Ολυμ. Θ΄35) και (P. Dech., ό.π., σελ. 7) και δεν έκρυβε τις μονοθεΐζουσες ιδέες του (Θ.Η.Ε., τόμ. 10, 393).
Ο Πρόδικος (5ος αιών π.Χ.) υποστήριξε με πάθος πως οι άνθρωποι της αρχαιότητας, λόγω πλάνης, θεωρούσαν ως θεούς ό,τι ήταν χρήσιμο για τη ζωή τους, όπως ο ήλιος, η σελήνη, τα ποτάμια οι πηγές, τα ζώα, κ.λπ. (Ξενοφ. Απομν. 11,3)
Ο Αντισθένης (414-365 π.Χ.) διακήρυξε πως ο Θεός είναι ένας και απόλυτα υπερβατικός για τον ανθρώπινο νου. Αποκήρυξε την θρησκεία της εποχής του γιατί οι θεοί της ήταν θεοποιηθέντες άνθρωποι! (Cicero de Nat. Deor. I,II, 13).
Ο Θεόφραστος (372-287 π.Χ.) ζήτησε να πάψουν οι ανόητες ζωοθυσίες, αφενός μεν από σεβασμό προς τα ζώα και αφετέρου, επειδή ο Θεός δεν έχει ανάγκη τέτοιες ταπεινές πράξεις (Θ.Η.Ε., τόμ. 6,415).
Ο Ευριπίδης (480-406 π.Χ.) χαρακτήρισε τις γελοίες για τους θεούς διηγήσεις των ποιητών «αοιδών δυστήνους λόγους» (Ευρ., Ηρακλ. Μαιν. 1346) και υποστήριξε πως «εί οι θεοί εισί κακοί ουκ εισί θεοί» (Ευρ., Βαλλεροφ. 23) με αποτέλεσμα να γίνει στόχος του φανατικού ειδωλολατρικού όχλου και να καταφύγει στη Μακεδονία!
Ο Σωκράτης (469-399 π.Χ.) υπήρξε σαφώς μονοθεϊστής. Κατά κανόνα ομιλούσε για “θεό” και σπανιότατα ομιλούσε για θεούς. Στους μαθητές του δίδασκε διαφορετική θρησκευτική πίστη, γι’ αυτό καταδικάστηκε σε θάνατο ως «έτερα καινά δαιμόνια εισφέρων».
Ο Πλάτων (428-347 π.Χ.) φυγάδευσε κυριολεκτικά τον Όμηρο από την «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ότι οι ανήθικοί μύθοι για τους θεούς αποτελούν επιζήμια πρότυπα για τους νέους. Τόνισε εμφατικά ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος έπλασαν ψευδείς και ανάξιους μύθους για τους θεούς (Πολιτ. 368Α-383C). Αρνήθηκε ουσιαστικά την πατρώα ειδωλολατρική θρησκεία και προσηλώθηκε στην δική του ιδεατή θεότητα, το «Όντως Όν». Χαρακτηριστικά είναι τα εξής αποφθέγματα του μεγάλου φιλοσόφου, τα οποία προδίδουν τις μονοθεϊστικές αντιλήψεις του: «Ο δή Θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον άν είη μάλιστα» (Νομ. IV 716e), «Ομοιούσθαι Θεώ» (Πολ. 613Β), «Ο Θεός έχει ταίς χερσίν αυτού τήν αρχήν, το μέσον και το πέρας πάντων των όντων» (Νομ. Δ’ 713e).
Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) όρισε το θείον ως «τό πρώτον κινούν ακίνητον», ως «Νόησιν Νοήσεως» και ως «Ζώον αΐδιον άριστον» (Μεταφ. 1072, Β’ 29) ορίζοντας έτσι την πίστη του σε μία υπερβατική αρχή. Υπεράσπισε την ενότητα της θείας ουσίας ως εξής: «ουκ πολυκοιρανίη εις κοίρανος» παραφραζοντας το Ομηρικο «Ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη. Εις κοίρανος έστω, εις βασιλεύς», (Δεν είναι καλό πράγμα η πολυαρχία. Ένας ας είναι ο αρχηγός, ένας βασιλιάς). Αρνήθηκε κατηγορηματικά τις ανόητες περί θεών πίστεις της αρχαιοελληνικής θρησκείας και γι’ αυτό κατηγορήθηκε για αθεϊσμό!
Οι Στωικοί, ακολουθώντας την διδασκαλία του Ζήνωνα καθιέρωσαν την πίστη στον ένα Θεό και ερμήνευσαν τους μύθους του Ομήρου αλληγορικά (P. Nilsson, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Αθήναι 1977, σελ 304).
Αρνητές της αρχαιοελληνικής ειδωλολατρικής θρησκείας υπήρξαν ακόμα ο Καρνεάδης, ο Θεόδωρος ο Κυρηναίος, ο Λεύκιππος, ο Επίκουρος και όλοι οι σοφιστές, οι κυνικοί και οι στωικοί φιλόσοφοι.
Αλλο ενα κτύπημα στην αρχαία θρησκεία, το έδωσε ο Ευήμερος ο Μεσσήνιος (317-297 π.Χ.) ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία η οποία έγινε τελικά ευρέως αποδεκτή, πως οι θεοί της αρχαιοελληνικής θρησκείας ήταν κάποιοι επιφανείς άνθρωποι της παλιάς αρχαιότητας, τους οποίους οι άνθρωποι λόγω αμάθειας θεοποίησαν!
«ΕΣ ΕΔΑΦΟΣ ΦΕΡΕΙΝ»
Αυτοί που κατηγορούν τους αυτοκράτορες, οπως τον Θεοδόσιο, για το «ες έδαφος φέρειν», θα πρέπει να γνωρίζουν, πως εφόσον οι αυτοκράτορες ήσαν κατά τους παγανιστές “θεοί” και ελατρευοντο απο τους ιδιους ως τετοιοι, είχαν το απόλυτο «θεϊκό» δικαίωμα να πάψουν όχι μόνον την ουσιαστική λατρεία τους , όπως έπραξε ο Μέγας Κωνσταντίνος, αλλά και εκείνες τις άλλες τις οποίες αποφάσισαν! Θεοί δεν ήσαν κατά τους παγανιστές; Ή μήπως όχι; 1. Αν οι αυτοκράτορες ήσαν θεοί, τότε οι σημερινοί παγανιστές είναι ασεβείς και άπιστοι προς τους θεούς τους, εφόσον αντιτίθενται στις αποφάσεις των. 2. Αν δεν ήσαν θεοί κατά τους σημερινούς αρχαιολάτρες, και δηλαδή αν οι σημερινοί δεν πιστεύουν σε όλα ορίζει η θρησκεία τους (θεοποίηση ανθρώπου) και δεν δέχονται τις αποφάσεις των θεών τους, γιατί κόπτονται υπέρ της αρχαίας θρησκείας και των ναών της, εφόσον δεν πιστεύουν σε αυτήν ούτε οι ίδιοι; Γιατί κατηγορούν τους Χριστιανούς ως άπιστους ή Εβραίους, εφόσον οι ίδιοι ως πιστοί της αρχαίας θρησκείας δεν δέχονται τις αποφάσεις των θεών τους;
Οι “θεοι” των αρχαιων Ελληνων, μεσα απο την μυθολογια και την αρχαια γραμματεια:
ΖΕΥΣ 1. Θανάτωσε την Κάμπη. 2. Μοιχός, πλαγιάζει εκτός από την Ήρα (η οποια ηταν ΚΑΙ αδερφη του) με τις: Θέμιδα, Διώνη, Ευρυνόμη, Στύγα, Μνημοσύνη, Μήτι, Λητώ, Ελάρη, Νιόβη, Ιώ, Δανάη μεταμορφωμένος σε χρυσαφένια οροφή, Αλκμήνη παίρνοντας τη μορφή του ανδρός της Αμφιτρύωνος, την Ευρώπη με μορφή ταύρου, Σεμέλη, Αντιόπη, Καλλιρόη, επτα θυγατέρες του Άτλαντα, Λήδα μεταμορφωμένος σε κύκνο, Αίγινα. 3. Κυνήγησε να βιάσει την Αστερία, που πνίγεται στη θάλασσα. 4. Βασάνισε τον Ιξίονα που θέλησε να πλαγιάσει με την Ήρα. 5. Κρέμασε ανάποδα τη γυναίκα του Ήρα. 6. Εκσφεντόνισε το παιδί του, Ήφαιστο, σακατεύοντάς τον. 7. Διέταξε να καρφωθεί ζωντανός ο ευεργέτης των ανθρώπων, Προμηθέας, και να τού τρώει το συκώτι ένας αετός. 8. Θανατώνει τους ανθρώπους, χωρίς αιτία, με κατακλυσμό. 9.Κατακεραύνωσε ολόκληρη πόλη, που έκτισε ο Σαλμωνεύς.10. Σκότωσε τους Κούρητες που τον ανέθρεψαν ως βρέφος. 11. Κατακεραύνωσε τον Καπανέα. 12. Κατακεραύνωσε τη Σεμέλη. 13. Βιάζει την παρθένα ιέρεια της Άρτεμης, Καλλιστώ. 14. Βιάζει την Ηλέκτρα. 15. Κατακεραυνώνει τον Ασκληπιό που βοηθούσε τους ανθρώπους. 16. Κατακεραύνωσε τον Ίδα. 17.Υποπτες σχεσεις με τον Γανυμήδη. 18. Δεχόταν από τον Βούσιρι ανθρωποθυσίες. 19. δεχονταν ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΕΣ μεχρι και τον 2οο-300 μ.Χ., στο Λυκειον Ορος, οπως καταμαρτυρει ο νεοπλατωνικος Πορφυριος !!!!
ΗΡΑ 1. Σκότωσε την Σίδη, γυναίκα του Ωρίωνα. 2. Ρίχνει τρέλλα στον Αθαμά και σκοτώνει τα παιδιά του. 3. Ρίχνει τρέλλα στον Ηρακλή. 4. Ρίχνει τρέλλα στους Ινώ και Αθάμαντα. 5. Ρίχνει μανία στο Διόνυσο. 6. Έστειλε άνευ αιτίας τη Σφίγγα που έτρωγε τους Θηβαίους.
ΑΠΟΛΛΩΝ Πάμε τώρα στον θεό του Φωτός. 1. Σκότωσε τον εραστή του, Υάκινθο. 2. Σκότωσε τον δράκο των Δελφών. 3. Σκότωσε τον Τιτυό, γιό του Δία και Ελάρης. 4. Σκότωσε το Μαρσύα, γδέρνοντάς τον ζωντανό. 5. Έστειλε λοιμική στο Λαομέδοντα. 6. Σκότωσε τους γιους της Νιόβης. 7. Σκότωσε την Κορωνίδα. 8. Σκοτώνει τους Κύκλωπες. Μόνο 6 φόνοι για το θεό του φωτός.
ΕΡΜΗΣ 1. Σκότωσε τον Ιππόλυτο. 2. Σκότωσε τον Άργο. 3. Βίασε την Απημοσύνη. 4. Κλέβει τις αγελάδες του αδερφού του Απόλλωνα.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ 1. Τιμωρεί τις Λήμνιες να βρωμάνε. 2. Έκανε τη Σμύρνα να ερωτευτεί τον πατέρα της.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ 1. Μοιχός, πλάγιασε με την Ιφιμέδεια, την Αμυμώνη. 2. Εραστής του Πέλοπα. 3. Τύφλωσε το Φινέα. 4. Έστειλε θαλασσινό τέρας που έτρωγε ανθρώπους. 5. Σκότωσε τον Ερεχθέα.
ΑΡΤΕΜΙΣ 1. Σκότωσε των Ωρίωνα. 2. Σκότωσε τον Γρατίωνα. 3. Σκότωσε τον Ώτο και τον Εφιάλτη. 4. Σκότωσε τις κόρες της Νιόβης 5. Σκότωσε τον Άδωνι με κάπρο.
ΗΡΑΚΛΗΣ. Ο Ηρακλής, που διάλεξε το δρόμο της Αρετής (για να τη βιάσει καθ’ οδόν).1. Σκότωσε τον Αλκυονέα. 2. Σκότωσε τον Πορφυρίωνα. 3. Κάρφωσε με βέλος στο μάτι τον Εφιάλτη. 4. Σκότωσε τα παιδιά του Νηλέα. 5. Ομοφυλόφιλος, εραστής του Ύλα. 6. Ομοφυλόφιλος, εραστής του Άβδηρου, γιου του Ερμή. 7. Σκότωσε το Λίνο. 8. Έκοψε των απεσταλμένων του Εργίνου τα αυτιά και τις μύτες. 9. Σκότωσε τον Εργίνο. 10. Έριξε τα παιδιά του στη φωτιά. 11. Έριξε στη φωτιά τα παιδιά του Ιφικλή. 12. Σκότωσε τον Ευρυτίωνα. 13. Σκότωσε τους γιους του Μίνωα. 14. Σκοτώνει την Ιππολύτη. 15. Σκότωσε τον Σαρπηδώνα, γιο του Ποσειδώνα. 16. Σκότωσε τους Πολύγονο και Τηλέγονο.17. Σκότωσε τον Ευρυτίωνα. 18. Σκότωσε τον Ιαλεβίωνα και τον Δέρκυνο, γιους του Ποσειδώνα. 19. Σκότωσε τον Έρυκο. 20. Σκότωσε τον Ανταίο. 21. Σκότωσε το Βούσιρι. 22. Σκότωσε τον Αμφιδάμαντα. 23. Σκότωσε τον Ημαθίωνα. 24. Σκότωσε τον Ίφιτο. 25. Λήστεψε τον τρίποδα των Δελφών. 26. Σκότωσε τον Συλέα. 27. Σκότωσε την Ξενοδίκη. 28. Σκότωσε τον Λαομέδοντα και τα παιδιά του. 29. Σκότωσε τον Ευρύπυλο, γιο του Ποσειδώνα. 30. Σκότωσε τους Μολιονίδες που ήθελαν να πάρουν μέρος σε θυσίες.31. Σκότωσε τον Αυγεία και τα παιδιά του. 32. Σκότωσε τον Νηλέα. 33. Σκότωσε τον Ιπποκόωντα. 34. Μοιχός, πλάγιασε με την Αυγή, Αστυόχη, τις 50 θυγατέρες του Θέσπιου. 35. Σκότωσε τον Εύνομο, την ώρα που του έχυνε νερό στα χέρια του. 36. Σκότωσε τον Κόρωνο. 37. Σκότωσε τον Λαογόρα μαζί και τα παιδιά του. 38. Σκότωσε τον Κύκνο, γιο του Άρη. 39. Σκότωσε τον Αμύντορα. 40. Σκότωσε τον Εύρυτο και τα παιδιά του. 41. Εκσφεντόνισε το Λίχα.
Σαράντα ένας (!!) φόνοι (συμβολικοί, βεβαίως.. 🤣), κτλ, κτλ...
ΔΙΟΝΥΣΟΣ 1. Σκότωσε τον Εύρυτο με θυρσό. 2. Ρίχνει μανία στο Λυκούργο. 3. Ανάγκασε τις Θηβαίες να αφήσουν τα σπίτια τους. 4. Έκανε τις Αργείες τρώνε τις σάρκες των βρεφών τους.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ 1. Σκότωσε τον Μίμαντα με πυρωμένο σίδερο. 2. Επιχείρησε να βιάσει την Αθηνά.
AΘΗΝΑ 1. Έγδαρε ζωντανό τον Πάλλαντα. 2. Τύφλωσε τον Τειρεσία.
Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός: “Οι ειδωλολάτρες βέβαια ισχυρίζονται ότι η ζωή μας καθορίζεται από την ανατολή, τη δύση και τη σύγκρουση αυτών των άστρων, δηλαδή του ήλιου και της σελήνης· και με αυτά βέβαια ασχολείται η αστρολογία. Εμείς όμως υποστηρίζουμε ότι μπορεί κάποια συμβάντα να προέρχονται απ’ αυτά, όπως η βροχή και η ανομβρία, η ψύχρα και η ζέστη, η υγρασία και η ξηρασία, οι άνεμοι και τα παρόμοια· σε καμία περίπτωση όμως δεν εξαρτώνται οι πράξεις μας. Διότι ο Δημιουργός μας έπλασε αυτεξούσιους, να είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας. Εάν, ό,τι κάνουμε το οφείλουμε στην κίνηση των αστέρων, τότε το κάνουμε καταναγκαστικά· και ό,τι γίνεται καταναγκαστικά, δεν είναι ούτε αρετή ούτε κακία. Εμείς όμως ισχυριζόμαστε ότι τα άστρα δεν είναι η αιτία κανενός απ’ αυτά που συμβαίνουν, ούτε αιτία δημιουργίας των δημιουργημάτων ούτε αιτία καταστροφής αυτών που φθείρονται· αλλά μάλλον είναι προμηνύματα βροχών και αλλαγής των αέρων”.
Κλήμης Αλεξανδρείας: «Θα απαρνηθούν όλους τους ναούς όσοι τους δουν και τους βωμούς, φανταστικά πέτρινα μνημεία κουφών και τα πέτρινα ξόανα και τα χειροποίητα αγάλματα βρωμισμένα με αίμα ζωντανό και με θυσίες των τετραπόδων, διπόδων, πουλιών και θηρίων φόνους» , Προτρεπτικός προς Έλληνας ΙV, σελ 49 στ. 5 .
Μέγας Βασίλειος, για τους ειδωλολάτρες: «...εμείς δεν έχουμε ανάγκη να ξετινάξουμε τις θεωρίες τους. Αρκούν οι ίδιοι να ανατρέπουν ο ένας τον άλλο».