Η Ευρωζώνη έχει Πολλά Ευρώ -αλλά το δικό μας είναι το Χειρότερο
Tου Σπύρου ΣτάλιαΤα παλαιοτέρα χρόνια όταν εμείς είχαμε την δραχμή και η Γερμανία το μάρκο η πραγματική τιμή της δραχμής εξηρτάτο από την ονομαστική τιμή της δραχμής και από τον λόγο του επιπέδου τιμών της Ελλάδος προς αυτό της Γερμανίας.
Ας υποθέσουμε ότι η πραγματική τιμή συναλλάγματος (της δραχμής), ή αλλιώς η συναλλαγματική ισοτιμία ή οι οροί εμπορίου, ήταν ίση προς 3.
Με αυτή την τιμή λοιπόν, θα αγοράζαμε τρία γερμανικά προϊόντα Χ για ένα ελληνικό προϊόν Χ. Αν η πραγματική τιμή συναλλάγματος ήταν 1 τότε θα ανταλλάσσαμε ένα προς ένα τα προϊόντα μας και αν ήταν 0,5 τότε θα ανταλλάσσαμε μισό γερμανικό προϊόν Χ για ένα ελληνικό προϊόν Χ.
Με αλλά λόγια αν η πραγματική ισοτιμία ήταν υψηλή, αυτό σήμαινε ότι τα ξένα αγαθά ήσαν φθηνά ενώ τα εγχώρια αγαθά ακριβά. Αν η πραγματική τιμή συναλλάγματος ήταν χαμηλή τα ξένα αγαθά θα ήσαν ακριβά και τα ντόπια φθηνά.
Κατά συνέπεια μπορούμε να πούμε ότι τα πλεονάσματα μας ήσαν συνάρτηση της πραγματικής τιμής συναλλάγματος.
Αν λοιπόν η πραγματική τιμή συναλλάγματος ήταν υψηλή θα μπορούσε να μειωθεί, και να γίνει η ελληνική οικονομία ανταγωνιστική, είτε υποτιμώντας την ονομαστική άξια της δραχμής, είτε μειώνοντας τα ελληνικά μεροκάματα, είτε κάνοντας συνδυασμό και τον δύο δυνατοτήτων.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι ποιο είναι το εύρος των ορίων μιας τέτοιας πολιτικής; Το εύρος της δυνατότητας αυτής μας το δίνει πάντα η ικανότητα δημιουργίας αποταμιεύσεων.
Αν δηλαδή μετά την κατανάλωση οι αποταμιεύσεις που απέμεναν θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τις αναγκαίες επενδύσεις και το υπόλοιπο να είναι πλεονασματικό, δηλαδή, αποταμιεύσεις μείον επενδύσεις ίσον πλεόνασμα, τότε πάντα θα ήμασταν εντός μιας επιτυχημένης οικονομικής πολιτικής, βλέπε περίοδο 1952-1981.
Με την υιοθέτηση όμως του ευρώ η ονομαστική συναλλαγματική τιμή είναι ίση με την μονάδα εφ’ όσον όλοι πλέον έχουμε κοινό νόμισμα. Κατά συνέπεια η πραγματική τιμή συναλλάγματος, σε σχέση με την Γερμανία και τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης εξαρτάται μόνο από τον λόγο του επιπέδου τιμών μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης και μόνον.
Αν το παραπάνω το γενικεύσουμε μπορούμε να πούμε όσο μεγαλύτερος είναι ο λόγος του επιπέδου των τιμών μεταξύ της Ελλάδος και μιας χώρας της Ευρωζώνης τόσο πιο φθηνά σχετικώς είναι τα ξένα προϊόντα και τα ελληνικά σχετικώς ακριβότερα. Και αντιθέτως όσο πιο μικρός είναι αυτός ο λόγος τόσο πιο φθηνά είναι τα ελληνικά προϊόντα σε σχέση προς τα ξένα.
Κατόπιν αυτών τίθεται το ερώτημα, υπό ποιες προϋποθέσεις η ελληνική οικονομία εντός της ευρωζώνης μπορεί να επιβιώσει εφ’ όσον το ευρώ αποκτά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην κάθε οικονομία των χωρών της ΕΕ. Γι’ αυτό τον λόγο είναι πολλά τα ευρώ!!
Η προφανής απάντηση εδώ είναι να μειωθεί το επιπέδου τιμών (μισθοί, ημερομίσθια, ασφαλιστικές εισφορές, παιδεία, υγεία κτλ) της Ελλάδος έτσι ώστε τα ελληνικά προϊόντα να γίνουν ανταγωνιστικά. Αυτό πρακτικά σημαίνει και πάλι, ότι οι αποταμιεύσεις μας θα πρέπει να είναι μεγαλύτερες από τις επενδύσεις μας, και το μέρος των αποταμιεύσεων που δεν επενδύεται, να χρησιμοποιείται για την αγορά ξένων προϊόντων ή να χορηγούμε δάνεια σε ξένους.
Αλλά η αποταμίευση καθορίζεται από την κατανάλωση και από την δημοσιονομική πολιτική ενώ η επένδυση από το βασικό ευρωπαϊκό επιτόκιο συν το ποσοστό του ρίσκου της χώρας.
Φυσικά αυτό δεν αποτελεί παρά ένα εσφαλμένο ισχυρισμό γιατί αν οι επιχειρηματίες δεν εισπράξουν από την παραγωγή τους το κόστος της απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, το απολύουν, και σε τελευταία ανάλυση κλείνουν τις επιχειρήσεις τους. Ούτως ή άλλως η πτώση των μισθών ή οι απολύσεις μειώνουν την συνολική ζήτηση στην οικονομία. Δεν είναι λοιπόν η πτώση των μισθών που εξαλείφει την δυνητική παραγωγή μιας οικονομίας αλλά η μείωση της απασχόλησης και κατά συνέπεια η πτώση της παραγωγής. Με αλλά λόγια το πλεόνασμα της αποταμίευσης που επιθυμούμε για επενδύσεις θα εξαλειφθεί βιαίως από την πτώση του εισοδήματος. Ποτέ δεν θα δημιουργηθεί αποταμίευση και οι υπάρχουσες θα εξανεμισθούν σταδιακά όπως σιγά σιγά γίνεται με τις αποταμιεύσεις κάθε νοικοκυριού στη χώρα μας. Στην κυριολεξία εξανεμίζονται.
Επίσης η αποταμίευση, σύμφωνα με το μοντέλο της ΕΕ, μετατρέπεται πάντα σε επένδυση με το τρεχούμενο επιτόκιο (φαντάζεται κανείς επενδύσεις στην Ελλάδα με τα τρέχοντα επιτόκια;;;). Φυσικά και αυτός είναι ένας αντιεπιστημονικός ισχυρισμός. Η αποταμίευση είναι ένα ποσό που απομένει μετά την κατανάλωση και δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη κεφάλαιο προς επένδυση. Αν ο καθένας από εμάς αιφνιδίως αποφάσιζε να αποταμιεύσει παρά να καταναλώσει τότε θα μειωνόταν η παραγωγή και κατά συνέπεια η απασχόληση.
Αυτό δεν θα συνέβαινε βεβαίως αν η επενδυτική δαπάνη αυξανόταν. Αλλά στο μοντέλο της ΕΕ, αυτό αποτελεί ευθύνη του καπιταλιστή και όχι πια τους Κράτους. Η δημοσιονομική πολιτική ασκείται κάτω από εξαιρετικούς περιορισμούς και δεν αποτελεί πια εργαλείο παραγωγής αποταμιεύσεων για την χρηματοδότηση μεγάλων κρατικών επενδύσεων.
Φυσικά με την μείωση των μισθών, με βάση το μοντέλο της ΕΕ, η ελληνική οικονομία θα ισορροπήσει σε κάποιο σημείο αλλά με υψηλότατη ανεργία και μονίμως βουλιαγμένη σε μια βαθειά διαρκή ύφεση.
Βρισκόμαστε κατά συνέπεια σε οδυνηρή κατάσταση. Η πρωτοφανής προσπάθεια παραμονής μας στο ευρώ αποτελεί τύφλωση (κόλλημα; δειλία; έλλειψη γνώσης; ξεπούλημα στους τραπεζίτες;) και κανένα ισχυρό επιχείρημα που να εγγυάται την ανάπτυξη της χώρας εντός ευρώ -πέραν της μεταφυσικής πίστης- δεν έχει διατυπωθεί από κανένα πολιτικό σχηματισμό. Με αυτό το Μνημόνιο και εντός ευρώ η χώρα μας δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει απόλυτο συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με την Βόρεια Ευρώπη ενώ εκ παραλλήλου έχει απωλέσει λόγω του ευρώ και το σχετικό πλεονέκτημα στις συναλλαγές της με τρίτες χώρες και με τις ανταγωνιστικές Μεσογειακές χώρες στον τουρισμό.
Από την άλλη πλευρά η ΕΕ στην οποία ανήκουμε δεν διαθέτει ένα σοβαρό αποτελεσματικό εσωτερικό μηχανισμό που θα μπορούσε να την βοηθήσει να επανέλθει στο δρόμο της πλήρους απασχόλησης μαζί φυσικά με την Ευρώπη του Νότου.
Νομίζω ότι ήρθε η στιγμή η Ελλάδα να αποκτήσει τα ξανά τα εργαλεία της Δημοσιονομικής και Νομισματικής Πολιτικής.
Ο Σπύρος Στάλιας είναι Οικονομολόγος Ph.D, π. Διευθύνων Σύμβουλος ΟΛΚΕ-ΟΛΠ