Η ετυμολογία των λέξεων «Έλλην», «Άνθρωπος», «Ανδρομέδα»
Το παρακάτω άρθρο αποτελεί συρραφή αποσπασμάτων παλαιότερων άρθρων, η χημική ένωση των οποίων δίνει μια νέα και ακόμα πιο ενδιαφέρουσα διάσταση.
Θ’ αποδείξουμε ότι: Οι λέξεις «Έλλην» και «άνθρωπος» έχουν αρχετυπικά την ίδια ακριβώς σημασία. Θ’ αποδείξουμε επίσης ότι οι φέροντες τις ιδιότητες «Έλλην» και «άνθρωπος», έλκουν την καταγωγή τους από την Ανδρομέδα. Θ’ αποδείξουμε ακόμα ότι η λέξη «Έλλην» δεν έχει σχέση με τον τόπο που κατοικεί κάποιος, δεν έχει καμία σχέση με το κράτος του οποίου είναι πολίτης. Οι λέξεις «Έλλην» και «άνθρωπος» είναι έννοιες ισότιμες της λέξης «θεός», είναι δε υπεράνω των εννοιών που στις μέρες μας είναι αποδεκτές ως δηλωτικές της φυλής, του έθνους, του λαού, εν τέλει του κράτους. Η προσέγγισή μας είναι καθαρά ετυμολογική. Τίποτε άλλο.Η λέξη «Έλλην» είναι σύνθετη από το Ελ και το λην. Όπου Ελ είναι ο (θεός) Ήλ – ιος, ο ζωοδότης, ο φωτοδότης. Η κατάληξη της λέξης «ήλ ιος» σημαίνει ότι αυτό το ουράνιο σώμα που δίνει ζωή στη γη, αντλεί το φως του από τον Ελ ή Ηλ, δηλαδή τον Θεό. Ο Ήλιος δεν ήταν Θεός, ήταν αυτός που αντλούσε ή δεχόταν φως από το Θεό και, με τη σειρά του αυτός το έδινε στη γη.
Ελ ή Ηλ, όπως: Ηλεία, δηλαδή η χώρα του Ήλιου. Η Ελ υμπία ή Ολυμπία δεν είναι τυχαίο που βρίσκεται στην Ηλεία. Όπως και ο Όλυμπος δεν είναι τυχαίο που βρίσκεται στην Ελ λάδα.
Και λην, είναι απαρέμφατο του ρήματος λάω, που σημαίνει βλέπω. Έλ – λην δηλαδή σημαίνει «αυτός που (μπορεί και) βλέπει τον Ήλιο», δηλαδή αυτός που (μπορεί και) βλέπει τον θεό ή «αυτός που ζει σύμφωνα με τις ιδιότητες του Ήλιου», δηλαδή του θεού, είναι ο ευσεβής. Έλλην είναι αυτός που ζει σύμφωνα με τους νόμους (και τις δυνάμεις) του Φωτός και Ελλάνιος είναι αυτός που κατάγεται από τους προγόνους, οι οποίοι ζουν σύμφωνα με τους νόμους του Φωτός ή είναι ο κάτοικος αυτού τούτου του (Ουρανίου) Φωτός.
Αυτά, διότι: Ελ (ηλ) ιος είναι αυτός που κατάγεται από το Φως, από το αρχέγονο Φως, από την Πρώτη Δύναμη, εκείνη που δημιούργησε τα πάντα.
Έλ λην και Ελ λας. Όπου λας είναι η πέτρα (εξ ου και λατομείο) άρα Ελ –λας σημαίνει «η πέτρα των θεών» ή «ο θρόνος των θεών» ή Ελλάς είναι «ο γήινος τόπος που είναι κατοικία των θεών», όχι μόνο, Ελλάς μπορεί να είναι και «το υλικό σώμα εντός του οποίου κατοικεί το Φως», δηλαδή Ελλάς μπορεί να είναι το σώμα όπου κατοικεί η ψυχή, όπου κατοικεί ο (ενσαρκωμένος) θεός, η ψυχή που έλκει την καταγωγή της από τον Ελ (Ηλ) ιο, είναι «ο άνθρωπος με ψυχή» σε αντίθεση μ’ εκείνο το σώμα που δεν είναι τόπος κατοικίας του Φωτός, δηλαδή της ψυχής. Το λέει ο Ερμής ο Τρισμέγιστος: «Ο άνθρωπος είναι θνητός θεός και ο θεός είναι αθάνατος άνθρωπος».
Κατ’ αυτά, Έλληνες είναι εκείνοι που (προ)φέρουν τον Έλληνα Λόγο και δη όχι όσοι ομιλούν, αλλά όσοι αισθάνονται την Ελληνική γλώσσα, όσοι μπορούν να την αποκωδικοποιήσουν και να διεισδύσουν στα άδυτα των αδύτων. Έλληνες, εν τέλει, ΔΕΝ είναι εκείνοι που κατοικούν στην Ελ λάδα, αλλά εκείνοι που (όπου και αν βρίσκονται, σε όποιο σημείο της γης και αν κατοικούν) προ – φέρουν τον Ελληνικό Λόγο, ζουν δηλαδή με βάση τους νόμους του Ήλιου, τους νόμους του Φωτός, τους νόμους του θεού.
Από το «λας» βγαίνει και το «λαός». Λαός σημαίνει «πλήθος από πέτρες». Ο Δευκαλίων και η Πύρρα κατά συμβουλήν του Διός μετά τον κατακλυσμό έριχναν πέτρες πίσω τους, οι οποίες μεταμορφώθηκαν σε ανθρώπους κι αυτοί οι άνθρωποι είναι οι πρόγονοι του σημερινού ανθρωπίνου γένους. Μπορεί εύκολα να υποθέσει κανείς, ότι πριν από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα υπήρχε κάποιο πρότερο ανθρώπινο γένος που δεν ιστορήθηκε, μέλη του οποίου ήταν οι πρόγονοί μας, οι διασωθέντες Δευκαλίων και Πύρρα. Λοιπόν, οι πέτρες του Δευκαλίωνα έγιναν άντρες και οι πέτρες της Πύρρας έγιναν γυναίκες. Ίσως η παροιμία «έριξε μαύρη πέτρα πίσω του» να κρατάει από τότε ως ζευγάρι με το μύθο του Δευκαλίωνα και (ίσως) να σημαίνει ακριβώς το αντίθετο της δημιουργίας, δηλαδή το ρημαδιό, έναν τόπο, ένα σπίτι που έμεινε χωρίς τους ανθρώπους του.
Συνοπτικά, η λέξη «Έλλην», σημαίνει «αυτός που (μπορεί και) βλέπει τον θεό». Αυτός δηλαδή του οποίου η υψηλή κραδασμική συχνότητα είναι ίδια μ’ εκείνη του Φωτός, άρα του επιτρέπει να «βλέπει» την αντίστοιχη συχνότητα, στην οποία γίνονται ορατοί οι θεοί. Έλλην είναι η εξελιγμένη πνευματικά οντότητα και καθόλου βέβαια ο πολίτης ενός κράτους, το οποίο εντελώς αυθαίρετα και καταχρηστικά ονομάζεται «Ελλάς». Οι ξένοι έχουν δίκιο που το λένε Γραικία ή Ιωνία. Οι πολίτες του κράτους που ονομάζεται «Ελλάς» δεν είναι Έλληνες. «Ελλάς» ήταν κάποτε, πολλές χιλιάδες χρόνια πριν, ήταν τότε που είχαν κάνει τον τόπο αυτό δικό τους τόπο, θρόνο τους, έδρα τους. Ουδεμίαν σχέσιν έχουμε εμείς με εκείνους. Με τους Έλληνες δεν είχαν σχέση ούτε καν οι αρχαίοι πρόγονοί μας, ναι, αυτοί της κλασσικής περιόδου. Ακόμα και τότε ήταν λίγοι Έλληνες ανάμεσά τους. Πάντα ήταν λίγοι οι Έλληνες ανάμεσα στους πολλούς, διότι έργο τους εδώ στη γη δεν ήταν άλλο από την διδαχή και τη διάδοση της Γνώσης. Έλληνες ήταν οι δάσκαλοι. Οι διδάσκαλοι. Αυτό βγαίνει από πολύ συγκεκριμένες αναφορές των αρχαίων κειμένων, που δεν είναι της παρούσης στιγμής.
Είναι δύσκολο να το αποδεχτεί αυτό κάποιος σήμερα, επειδή έχει περάσει στο πετσί του το ανιστόρητο και άσοφο εμφύτευμα, εντούτοις έχει μεγάλη φιλοσοφική αξία να εντοπιστεί η αληθινή έννοια της λέξης «Έλλην», διότι είναι αποκαλυπτική της Γνώσης που απωθήθηκε, της Γνώσης που εκοιμήθη για «χίλια χρόνια», όμως δεν πέθανε ποτέ. Η Γνώση, δηλαδή η Μνήμη, θα ενεργοποιηθεί και, εν τέλει, οι άνθρωποι, οι Έλληνες, θα θυμηθούν. Δεν θα θυμηθούν την παλιά τους αυτοκρατορία, καθώς νομίζουν πολλοί, αλλά την ταυτότητα και την αποστολή των όντων που από τον ουρανό κατέβηκαν στη γη για ορισμένο και, φυσικά, ανώτερο σκοπό.
Ας πάμε τώρα στη λέξη «άνθρωπος». Μας είπαν στο Σχολείο ότι η λέξη «άνθρωπος» προέρχεται από το «άνω θρώσκω». Αγνόησαν επιδεικτικά τις άλλες εκδοχές, διότι (για τους σκοπούς τους) χρειάζονταν μία θεολογική ερμηνεία. Και είναι περιττό να καταθέσουμε επιχειρήματα γιατί αυτός ο ισχυρισμός είναι λάθος. Αλλά είναι σημαντικό να παραθέσουμε τα ευρήματα μιας άλλης, όσο και αποκαλυπτικής προσέγγισης:
Η λέξη «άνθρωπος» προέρχεται (κατά το Liddel & Scott) από το ανήρ + ωψ (γεν. ωπός, από το ρήμα ορώ) είναι «ο έχων όψιν ή πρόσωπον ανδρός». Ανδρ – ωπός. Όπως πρόσ – ωπον. Δεν είναι homo (χώμα), είναι «αυτός που είναι ανήρ κατά την όψιν» ή ακόμα και «αυτός μόνο – και όχι άλλος – που μπορεί να δει τον άνδρα», όπου ανήρ (άνδρας) είναι «αυτός που δεν είναι νηρός», δηλαδή νεαρός. Και (νηρός, νεαρός) σημαίνει πρόσφατος, ακραιφνής (ακεραιο – φανής, δηλαδή, ακέραιος, καθαρός, ανόθευτος) εξ ου το νηρόν, δηλαδή το νερόν, το ύδωρ, πρόσφατον ή ψυχρόν ύδωρ, άρτι κομισθέν εκ της πηγής, το δροσερό νερό, το φρέσκο νερό, ανήρ επομένως σημαίνει «αυτός που δεν είναι νηρός, δεν είναι νεαρός, δεν είναι νέος, αλλά ενήλιξ, έχων (σεβαστήν) ηλικίαν, αυτός που δεν έχει πλέον ανάγκη από ενσαρκώσεις, έχει ολοκληρώσει την πνευματική του διαδρομή, ο αρχαίος, ο σοφός, ο σεβάσμιος, ο φωτεινός. Δεν είναι ακραιφνής (ακεραιοφανής) δηλαδή δεν φαίνεται ακέραιος, άρα δεν είναι ορατός, αλλά αισθάνεσαι ίσως μία (φωτεινή) σκιά, ένα αερικό, ένα πνεύμα. {Βλ. και Νηρεύς, ο αρχαίος θαλάσσιος άρχοντας (των νηρών, νερών) της Μεσογείου, οι Νηρηίδες, οι κόρες του Νηρέα, οι Νεράιδες (των παραμυθιών) στις πηγές και τα ρυάκια}.
Το νηρόν (νερό) αφήνει εκστατικό τον προσεκτικό ιχνευτή, επειδή ως στοιχείο ταυτίζεται με την ουσία της νεότητος. Και, όντως, το νερό είναι μεταγενέστερο (δηλαδή νεότερο) του αντιθέτου του στοιχείου, του πυρός. Η παρατήρηση μπορεί να οδηγεί και στο ότι ο ανήρ (αντίθετο του νηρού, νεαρού) ισούται με το πυρ (αντίθετο του νερού) κατά την εξίσωση: Αν Α = Β και Β = Γ, τότε Α = Γ. Συνεπώς ο ανήρ = πυρ, δηλαδή πυρφόρος, αρχέγονος, θεός. Ανήρ, άνθρωπος, κατ’ επέκταση, σημαίνει «αρχαίος στην όψη» ή «αρχαίος όταν τον βλέπεις» ή «αιώνιος, με το πρόσωπό του σαν τη φωτιά, που μπορείς να τον δεις», δηλαδή αθάνατος, φωτεινός, θεός ή «ομοίωση του θεού». Μπορεί και να σημαίνει «το ον που μπορεί να δει τον Θεό σε αντίθεση με τα άλλα όντα». Δεν είναι homo (χώμα) και τίποτε άλλο. Είναι πολλά άλλα. Εκτός και αν (για να κάνουμε λίγο Αγγλικό χιούμορ) οι Αγγλόφωνοι κάνουν αυτοκριτική ή κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια…
Συνοπτικά πάλι, η λέξη «άνθρωπος», όπως και η λέξη «Έλλην» σημαίνει «αυτός που (μπορεί και) βλέπει τον θεό». Αυτός δηλαδή του οποίου η υψηλή κραδασμική συχνότητα είναι ίδια μ’ εκείνη του Φωτός, άρα του επιτρέπει να «βλέπει» την αντίστοιχη συχνότητα, στην οποία γίνονται ορατοί οι θεοί. Έλλην ή Άνθρωπος είναι η εξελιγμένη πνευματικά οντότητα και καθόλου βέβαια ο πολίτης ενός κράτους, το οποίο εντελώς αυθαίρετα και καταχρηστικά ονομάζεται «Ελλάς».
Η ανακάλυψη ότι οι δύο λέξεις «Έλλην» και «Άνθρωπος» (μοναδικά στην Ελληνική Γλώσσα) έχουν ετυμολογικά την ίδια ακριβώς αρχετυπική σημασία, οδηγεί σε νέα περιοχή αναζήτησης, κεντρικό αξίωμα της οποίας είναι ότι ο Έλλην – Άνθρωπος είναι διάφορος του βαρβάρου.
Αλλά σε τι συνίσταται άραγε αυτή η διαφορά;
Συνίσταται μάλλον στο ότι όλα τα δίποδα όντα ομοιάζουν κατά το σώμα, κατά τη μορφή και κατά το σχήμα, εντούτοις, όλα αυτά τα σώματα δεν είναι πυρφόρα, δεν κατοικεί εντός τους το Φως, το σώμα τους δεν είναι «Ελ λας», άρα δεν είναι όλοι «άνθρ ωποι». Το ανθρώπινο σώμα είναι σκάφανδρο κατάβασης του θεού στο επίπεδο της ύλης, υπάρχουν όμως τέλεια σκάφανδρα που (εντός της ύλης) έγιναν «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» των άλλων, δεν έχουν όμως μέσα τους το πνεύμα, το θεϊκό εκείνο στοιχείο που τα συνδέει με το Σύμπαν. Γι’ αυτό και δεν κατανοούν την Ουσία. Διαχειρίζονται τα δεδομένα, μερικές φορές άριστα, όμως δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τη φυσική μεταβολή των δεδομένων. Έτσι, βλέπεις ευφυείς να γίνονται καταγέλαστοι, όταν οι συνθήκες γύρω τους αλλάζουν ξαφνικά…
Το πρώτο συνθετικό της λέξης «άνθρωπος» είναι ίδιο με το πρώτο συνθετικό της λέξης «Ανδρομέδα». Δε μπορεί να είναι τυχαίο κάτι τέτοιο. Ας το διερευνήσουμε:
Η λέξη «Ανδρομέδα» είναι σύνθετη λέξη. Αποτελείται από το ουσιαστικό «ανήρ» (γεν. ανδρός, δηλαδή το πρώτο συνθετικό της λέξης «άνδρ – ωπος» ή «άνθρ – ωπος») και το αρχαίο ρήμα «μέδω», το οποίο σημαίνει: άρχω, κυβερνώ, βασιλεύω, προστατεύω. Μέδων (συναντάται στον Όμηρο), Μεδεών (Δήμος Μεδεώνος, στην Ακαρνανία), Μέδουσα. Πρόσφατα η Επιστήμη ανακάλυψε την «αθάνατη μέδουσα». Η οποία αντί να πεθάνει, ανανεώνει τα κύτταρά της και αρχίζει τη ζωή της από την αρχή…
Λοιπόν, «Ανδρο – μέδα» σημαίνει «ο (ουράνιος) τόπος, όπου βασιλεύει ο άνθρωπος». Αυτός ο αρχαίος, ο φωτεινός, ο πύρινος, ο αθάνατος, ο άνθρωπος, είναι Έλ – λην. Πύρινος; Ναι. Όπως και η λέξη «Σείριος», η οποία (κατά το Liddell & Scott) σημαίνει: “Ο κατακαίων, θέριος (καλοκαιρινός) θερμός, όνομα του κυνάστρου, Λατ. Sirius (ίδε κύων V) επειδή ο αστήρ ούτος χαρακτηρίζει την εποχήν της μεγίστης θερμότητος, δηλ. από 12 Αυγούστου μέχρι 12 Σεπτεμβρίου κατά το Ιουλ. Ημερολ.”. Κατακαίων δε, καυτός, μπορεί να είναι ο Σείριος όχι εν τοις πράγμασι, αλλά με την πνευματική έννοια. Εξ ου και ο όρκος του Σωκράτη «μα τον Κύνα».
Ελλάνιος, Έλλην, Άνθρωπος, Ανδρομέδα, Σείριος, είναι πέντε λέξεις που σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους, έχουν ετυμολογικά την ίδια ρίζα, την ίδια καταγωγή, έχουν μάλλον κοινό παρανομαστή. Η αποκωδικοποίηση αυτών των λέξεων οδηγεί σε μια εντυπωσιακή αποκάλυψη, την οποία θα τολμήσουμε να παραθέσουμε εδώ, αλλά με την συμβατική της ορολογία: Έλλην είναι ο Ελλάνιος, ο Άνθρωπος, ο οποίος ήρθε στη γη από τον γαλαξία της Ανδρομέδας! Αυτό – πέραν των θεωριών – μαρτυρούν οι λέξεις «Άνθρωπος», «Ανδρομέδα», «Έλλην», αλλά και «Σείριος»!
Εις επίρρωσιν, παραθέτουμε εδώ ένα διασωθέν απόσπασμα από το έργο του Ερμή του Τρισμέγιστου «περί φύσεως», όπου αναφέρεται το εξής εκπληκτικό: «Δι’ ο τολμητέον ειπείν, τον μεν άνθρωπον είναι θνητόν θεόν, τον δε θεόν αθάνατον άνθρωπον». Αλλά και οι Ορφικοί έλεγαν: «Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος»…
Ανήρ, ανδρός. Άνδρες. Όμως, άλλο «άνδρες» και άλλο «άρρενες». Ο ανήρ περιέχει και το αρσενικό και το θηλυκό, επειδή η λέξη αυτή εκπροσωπεί κάτι πολύ ευρύτερο από τον προσδιορισμό του φύλου. Όταν ο ρήτωρ έλεγε στους δημόσιους λόγους του «άνδρες Αθηναίοι…» δεν υποβάθμιζε, ούτε υποτιμούσε τις γυναίκες, όπως νομίζουν ορισμένοι, εννοούσε «αρχαίοι, πανάρχαιοι, που σας βλέπω σαν θεούς, απόγονοι των θεών», ήταν ένας αναγνωριστικός τίτλος τιμής που τον απηύθυνε σε άνδρες και γυναίκες εξαιρέτως και ανεξαιρέτως, σε θεούς και θεές, δεν τους ξεχώριζε σε δύο φύλα, δεν θεωρούσε κατώτερες τις γυναίκες, ο τίτλος τιμής ήταν ΕΝΑΣ, ας μην παρασύρονται οι αμφισβητίες από τις πολλές φυσικά σκουριές, οι οποίες (μετά την αρχαία καταστροφή του πλανήτη) επικάθησαν στο πνεύμα και δεν λένε να φύγουν μέχρι και σήμερα.
Ο πραγματικός άρα και φυσικός διαχωρισμός σε επίπεδο ρόλων ήταν «άρρενα και θήλεα». Το «ανήρ» δεν αντιπαραβαλλόταν στη «γυνή», αλλά στο «νηρό», δηλαδή το νεαρό. Ήταν η ωριμότητα απέναντι στην ανωριμότητα. Αντανακλούσε τη τέλος των ενσαρκώσεων, δηλαδή την θέωση, απέναντι στην ανάγκη για ενσάρκωση, δηλαδή την πορεία προς την θέωση. Αυτό είναι βέβαιο. Η «γυνή» δεν είχε ούτε ήταν κάτι τι το αντίθετο, επομένως ο «ανήρ» δεν ήταν το αντίθετο, ούτε το συμπλήρωμα της «γυνής». Είναι λάθος αυτό και προφανώς καταχωρείται ως τέτοιο μεταγενέστερα, όταν επικράτησε ο δυισμός και συνέβη αναπόφευκτα η απώλεια της πρωτογένειας των λέξεων.
Λοιπόν, η λέξη “άνθρωπος” δεν προέρχεται από το «άνω θρώσκω» (είναι αυθαίρετη και αβάσιμη εντελώς αυτή η ερμηνεία) αλλά από την γενική ή την αιτιατική του “ανήρ + ωψ”. Α + νηρ σημαίνει κατά λέξη “αυτός που δεν είναι νηρός, δηλαδή νεαρός”, δηλαδή ο παλαιός, ο αρχαίος, ανήρ δεν σημαίνει το αρσενικό που είναι σε αντιπαράθεση με το θηλυκό. Η λέξη «ανήρ» (γεν. ανδρός ή ανθρός) περιέχει και το αρσενικό και το θηλυκό, γι’ αυτό και οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν «άνδρες Αθηναίοι», δεν το έκαναν από περιφρόνηση προς τις γυναίκες, όπως νομίζουν οι αδαείς…
Για την λέξη «Έλλην» στην Αγγλική γλώσσα ΔΕΝ υπάρχει αντίστοιχη λέξη. Ας σκεφτούμε πονηρεμένα ότι είναι τουλάχιστον περίεργο. Υπάρχει μόνο η λέξη Greek που περιέργως μεταφράζεται… Έλλην. Από πού και ως πού, θα πεις! Ούτε για την λέξη «Ελλάς» υπάρχει αντίστοιχη Αγγλική λέξη. Υπάρχει μόνο η λέξη Greece. Που, αντίστοιχα, σημαίνουν «Γραικός» και Γραικία». Αν – αντίστοιχα με την Ελλάδα – ήθελαν οι Αγγλόφωνοι να πουν «Έλλην», όπως αντίστοιχα με την Γραικία είπαν «Greek», θα έπρεπε να γράψουν hellene ή heliin ή hallien ή halien ή alien. Λοιπόν, τη λέξη alien ή eilien (όπως τη βρήκαμε στα λεξικά) την κράτησαν για ν’ αποδώσουν μ’ αυτή τη λέξη την έννοια «εξωγήινος». Μια λέξη που προφέρεται κάτι σαν «έλιεν». Alien ή eilien σημαίνει αλλοδαπός, εξωγήινος, άγνωστος, ξενικός. Αλλά ο ήχος αυτής της Αγγλικής λέξης τι σας θυμίζει; Μήπως (μασημένα) … Έλλην;
Η λέξη hal-lien της Δύσης έχει την ίδια εννοιολογική σημασία με τη λέξη «λας» (και Λάσσα του Θιβέτ) της Ασίας …
Λοιπόν, η Αγγλική λέξη Hell σημαίνει … «κόλαση»! Βάλε τώρα την κατάληξη “as” και θα έχουμε τη λέξη Hellas, η οποία από τα Αγγλικά στα Ελληνικά ερμηνεύεται πλέον κυριολεκτικά ως … «χώρα της κόλασης»! Υπάρχει δε και λέσχη μοτοσικλετιστών στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ με τίτλο Hells Angels (οι Άγγελοι της Κόλασης)…
Τα «άλιεν» λοιπόν, που κινηματογραφικά αποδόθηκαν με την εξωγήινη γλίτσα, είναι η συκοφαντημένη πρωτογενής έννοια της λέξης «Έλλην». Με τον ίδιο τρόπο το βρώμικο μυαλό κάποιων επινόησε την εξωγήινη γλίτσα «άλιεν», με τον ίδιο ακριβώς τρόπο επινόησε τον Σατανά και τον περιέγραψε ως τραγόμορφο Πάνα, με τον ίδιο τρόπο ταύτισε και το Δία των Ελλήνων με τον Αντίχριστο. Όλα τα όπλα του νικητή για την εξόντωση του Ανδρομέδιου Ανθρώπου, του Έλληνα.
Συναφές θέμα είναι η λέξη «Γραικός». Η ετυμολογία της λέξης είναι μάλλον άγνωστη. Πέραν της μυθολογικής, υπάρχουν διάφορες εκδοχές, κυριότερη από τις οποίες είναι εκείνη των Λατίνων, που ονόμασαν Γραικούς τους Έλληνες αποίκους στην αρχαία Ρώμη και κατάγονταν από την πόλη Γραία της Εύβοιας.
Δεν θα ήταν όμως άνευ αξίας να επιχειρήσουμε κάποια ετυμολογική προσέγγιση. Κατά τον Αριστοτέλη (στα Μετεωρολογικά του) λέει ότι στην περιοχή της Δωδώνης κατοικούσαν οι Σελλοί, που αποκαλούνταν Γραικοί και τώρα Έλληνες. Φαίνεται ότι η λέξη «Γραικός» είναι αρχαιότερη της λέξης «Έλλην», έχει επομένως σχέση ότι η λέξη «γηραιός» είναι συνώνυμο της λέξης «ανήρ». Τη λέξη «ανήρ» την αναλύσαμε παραπάνω: ο μη νέος, ο παλαιός, ο ειδωλολάτρης, ο κακός άνθρωπος, ο αντίχριστος, ο λωποδύτης, δηλαδή ο παλαιός άνθρωπος, ο παλιάνθρωπος, ο Έλληνας, ο Γραικός. Λοιπόν, γραυς, γραία, γριά. «Γραία» είναι θηλυκό της λέξης «Γέρων». Γήρας. Και «γήρειον», δηλαδή το χνούδι κάποιων λουλουδιών που αποξηραίνεται και το παίρνει ο αέρας. Στα Λατινικά λέγεται «pappus». Εξ ου: Παππούς.
Με την προσέγγιση αυτή βρισκόμαστε σε καλό δρόμο. Έχουμε στόχο να βρούμε τη σημασία της λέξης «Γραικός» που σχετίζεται με την λέξη «παππούς», δηλαδή αρχαίος, παλαιός.
Οι Γραίαι (γριές) ήταν θυγατέρες του Φόρκυος και της Κητούς και φύλακες των Γοργόνων. «Γραικός» έγινε μετά την σύντμηση της λέξης «γραϊκός» που σημαίνει «αυτός που μοιάζει με γριά». «Γραίκες» είναι «οι των Ελλήνων μητέρες». «Γρέκι» στη λαϊκή γλώσσα των ξωμάχων ακόμα σήμερα είναι το παλιό (συλλογικό, μάλλον) καταφύγιο, όπου μπορείς να κοιμηθείς με ασφάλεια.
Υποψιαζόμαστε ότι ο Γραικός είναι αρχαιότερος του Έλληνος, επειδή ο Γραικός δεν βλέπει τον θεό, όπως ο Έλλην. Αυτό μας ειδοποιεί ότι ο θεός σε κάποια ιστορική φάση εμφανίστηκε στον Γραικό και τότε ο Γραικός έγινε Έλλην. Πρόκειται μάλλον για αλλαγή ιδιότητας του ιδίου γένους.
Εις επίρρωσιν του ισχυρισμού αυτού έρχεται η αφήγηση του Απολλόδωρου που λέει ότι, όσοι άνθρωποι γεννήθηκαν από τις πέτρες του Δευκαλίωνα και της Πύρρας αρχικώς ονομάζονταν Γραικοί, εν συνεχεία όμως Έλληνες. Ο γνωστός μύθος ότι πρωτότοκος γιος του Δευκαλίωνα ήταν ο Έλλην, φαίνεται να μη μπορεί να εξηγήσει την άλλη εκδοχή του ιδίου μύθου ότι ο Έλλην ήταν γιος του Δία. Ο μύθος λοιπόν ότι ο Έλλην έγινε γενάρχης των Ελλήνων, προσπαθεί να εξηγήσει το ανεξήγητο, χωρίς να το καταφέρνει. Αγνοεί ή απλώς δεν κατανοεί, ότι οι Έλληνες ήταν συνοδοί και όχι υιοί του Διός. Άρα οι Έλληνες δεν έλκουν την καταγωγή τους από τον Δία. Είναι απλά οι συνοδοί του και όμοιοι με αυτόν, υπό την ηγεσία του όμως εκπολίτισαν τους Γραικούς, δηλαδή τους γραϊκούς (ίσον, τους παλαιούς) τους δίδαξαν και τους φώτισαν, τους έδειξαν το δρόμο για ν’ ανέβουν επίπεδο ή, μάλλον, διάσταση.
Αν τώρα, οι Γραικοί (όπως διαφαίνεται από την αφήγηση του Απολλόδωρου) απόχτησαν την ιδιότητα του Έλληνα μετά τον Δευκαλίωνα, αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες είναι μετακατακλυσμιαίο και όχι προκατακλυσμιαίο φύλο, όπως οι Γραικοί. Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε το εξής: «Έλληνες είναι οι φωτισμένοι Γραικοί». Ορισμός που μας υποψιάζει για κάτι ακόμα, ότι: «Έλληνες δεν είναι όλοι οι Γραικοί, αλλά όσοι από αυτούς φωτίστηκαν και ανέβηκαν στην ανώτερη διάσταση, δηλαδή οι πεφωτισμένοι».
Στην αναζήτηση αυτή μπορεί να έχει σημασία και η ετυμολογία της λέξης «Έλλοψ». Από τη λέξη αυτή βγαίνει και η λέξη «ελλά», που σημαίνει καθέδρα. Άρα: Ελλάς (ή Ελλανία) είναι «η έδρα των θεών». Ελλοί ή Σελλοί, οι ιερείς της Δωδώνης. Έλληνες ή Ελλάνιοι ή Ελλήνιοι είναι οι κάτοικοι της έδρας των θεών ή, μάλλον, οι απόγονοί τους. Ελλοπία ήταν η χώρα της Δωδώνης. Έλλοψ ήταν υιός του Ίωνος. Έλλοπες ήταν οι «ελλείποντες της οπός, τουτέστιν άφθογγοι, άφωνοι και οι λεπιδωτοί και δασείς και τραχείς».
Λοιπόν, αυτοί οι λεπιδωτοί και δασείς και τραχείς ήταν οι πανάρχαιοι Γραικοί, αρχαιότεροι των Ελλήνων. Σε κάποια στιγμή της Ιστορίας έγιναν αποδέκτες της Γνώσης, του φωτός (Ελ ή Ηλ) ή του πυρός του Προμηθέα (Πύρρα) και μετατράπηκαν σε εκείνους που μπορούσαν να δουν τον θεό, μετατράπηκαν δηλαδή σε «Έλ – λην».
Οι σημερινοί κάτοικοι της καθέδρας των θεών, της Ελλανίας, δηλαδή της Ελλάδας, δεν είναι Έλληνες, αλλά Γραικοί, διότι δεν βλέπουν τον θεό, δε μπορούν να τον δουν, δεν επικοινωνούν μαζί του, δεν έχουν επαφή με την Ανδρομέδα. Θα γίνουν Έλληνες, όταν συμβεί ξανά εκείνο το υπέροχο που συνέβη κάποτε…
Μέχρι την ανάσταση της Ελληνικής γλώσσας, της Ελληνικής σκέψης, μπορούμε συμβατικά να κρατάμε και να χρησιμοποιούμε τον προσδιορισμό «Έλληνες» εννοώντας ότι είμαστε πολίτες αυτής της χώρας που οι Δυτικοί ονομάζουν Greece (Γραικία) και οι Ανατολικοί Γιουνανιστάν (Ιωνία) κι εμείς μόνο οι σύγχρονοι καλούμε ασεβώς «Ελλάδα», κατ’ ουσίαν υβρίζοντες. Αλλ’ αυτό θα γίνεται μόνο μέχρι εκείνη τη μεγάλη μέρα. Διότι, μετά απ’ αυτήν, η ανθρωπότητα θα μάθει ότι Έλληνες (ή, μάλλον, Ελλάνιοι) είναι οι θεοί που επέστρεψαν στον πλανήτη. Επέστρεψαν; Όχι! Ήταν πάντα εδώ, αλλά δεν τους έβλεπε, δεν τους θυμόταν κανείς, δεν τους ήξερε, διότι αυτοί «μάθαιναν» γράμματα στο «Κρυφό Σχολειό» που δεν διένειμε πτυχία και τίτλους. Τότε λοιπόν οι άνθρωποι θα δουν, θα νοιώσουν τους Έλληνες θεούς, θα θυμηθούν το βασίλειό τους στο Γαλαξία της Ανδρομέδας, την διαγαλαξιακή αυτοκρατορία τους στο διάστημα. Μέχρι τότε… Έλληνες θα είναι «οι μετέχοντες της ημετέρας παιδείας», ακόμα κι αν η παιδεία τους (η παιδεία μας) αυτή είναι το σπληνάντερο και το κοκορέτσι, Έλληνες θα είναι όσοι παίρνουν ένα πιστοποιητικό από τον μαχμουρλή ληξίαρχο ότι γεννήθηκαν στον τόπο αυτό. Μετά όμως… Ε, μετά, Έλληνες θα είναι μονάχα εκείνοι που κάποτε ήταν. Όχι εκείνοι που γεννήθηκαν στον τόπο αυτό, αλλά εκείνοι που γεννήθηκαν στ’ άστρα. Εκείνοι που θα διδάξουν πάλι στην ανθρωπότητα τους Νόμους και τις Αξίες που ξεχάστηκαν.