Άρθρο του Keith Preston
Το συμβατικό μοντέλο του πολιτικού φάσματος της αριστεράς και δεξιάς θεωρεί το Φασισμό και το Μαρξισμό σαν πολικά αντίθετα τον ένα του άλλου. Ο Μαρξισμός θεωρείται ως ιδεολογία της άκρας αριστεράς, ενώ ο φασισμός υποτίθεται πως αντιπροσωπεύει την πιο ακραία δεξιά άποψη. Το βιβλίο «Επαναστατικός Φασισμός» του Eric Norling (Finis Mundis Press) θέτει σε αμφισβήτηση την αντίληψη του Φασισμού, όπως αυτός συνελήφθηκε από το Μουσολίνι και τους υποστηρικτές του, ως μία ιδεολογία της Άκρας Δεξιάς.
Ο συγγραφέας Norling είναι ένας Σουηδός ιστορικός και δικηγόρος που κατοικεί τώρα στην Ισπανία. Στο βιβλίο του αυτό, που δημοσιεύθηκε αρχικά το 2001, ο Norling παρατηρεί ότι σε όλη την αρχική ζωή του, από την παιδική του ηλικία μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ο Μουσολίνι ήταν εντελώς αριστερός, όπως σύγχρονοί του σαν τον Eugene V. Debs. Ήταν, όπως έγινε αργότερα γνωστός, ένα "κόκκινο παιδί από την πάνα του" (δηλαδή παιδί επαναστατών σοσιαλιστών γονέων). Σαν νεαρός άντρας ο Μουσολίνι ήταν επίσης Μαρξιστής και έντονα αντικληρικός. Πήγε στην Ελβετία για να αποφύγει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, όπου συνελήφθη και φυλακίστηκε για υποκίνηση διαφόρων μαχητικών απεργιών. Τελικά, έγινε ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ιταλίας και φυλακίστηκε πάλι το 1911 εξ αιτίας των αντιπολεμικών δραστηριοτήτων του σχετικά με την εισβολή της Ιταλίας στη Λιβύη. Ήταν μάλιστα τόσο προεξέχων σοσιαλιστής σε αυτό το σημείο της σταδιοδρομίας του, που κέρδισε τον έπαινο του Λένιν, ο οποίος και τον θεώρησε σαν το νόμιμο αρχηγό ενός μελλοντικού Ιταλικού σοσιαλιστικού κράτους.
Όταν άρχισε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος το 1914, ο Μουσολίνι κράτησε στην αρχή την αντιπολεμική στάση του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στους επόμενους όμως μήνες μεταστράφηκε υπέρ του πολέμου και αποβοήθηκε έτσι από το κόμμα του. Στη συνέχεια στρατολογήθηκε στον Ιταλικό στρατό και πληγώθηκε στη μάχη. Οι λόγοι που άλλαξε την άποψή του υπέρ του πολέμου είναι ουσιαστικοί για την κατανόηση της πραγματικής προέλευσης και φύσης του Φασισμού και της θέσης του στο πλαίσιο της πολιτικής και διανοητικής ιστορίας του εικοστού αιώνα. Ο Μουσολίνι θεώρησε τελικά τον πόλεμο ως μια αντι-ιμπεριαλιστική προσπάθεια ενάντια στη δυναστεία των Αψβούργων της Αυστρο-Ουγγαρίας. Επιπλέον τον θεώρησε ως έναν αντι-μοναρχικό αγώνα ενάντια στις συντηρητικές δυνάμεις, όπως οι Αψβούργοι, οι Οθωμανοί Τούρκοι και οι Χοχενζόλερν της Γερμανίας και επιτέθηκε σε αυτά τα καθεστώτα ως αντιδραστικούς εχθρούς που είχαν καταστείλει το σοσιαλισμό. Εξέφρασε επίσης την προφητική άποψη ότι η συμμετοχή της Ρωσίας στον πόλεμο θα αποδυνάμωνε αυτό το έθνος σε τέτοιο σημείο που θα ήταν επιρρεπές στη σοσιαλιστική επανάσταση (όπως ακριβώς συνέβη). Με άλλα λόγια, ο Μουσολίνι θεώρησε τον πόλεμο ως μια ευκαιρία να προωθηθεί η αριστερή επαναστατική υπόθεση στην Ιταλία και αλλού.
Όταν ιδρύθηκε το Ιταλικό Φασιστικό Κίνημα το 1919, οι περισσότεροι από τους ηγέτες και τους θεωρητικούς του ήταν, όπως και ο ίδιος ο Μουσολίνι, πρώην Μαρξιστές και άλλοι αριστεροί ριζοσπάστες, όπως οι υπερασπιστές των επαναστατικών συνδικαλιστικών δογμάτων του Georges Sorel. Τα επίσημα προγράμματα που εκδόθηκαν από τους Φασίστες, μεταφράσεις των οποίων συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο του Norling, απεικονίζουν ένα τυπικό μίγμα δημοκρατικών και σοσιαλιστικών ιδεών που ήταν κοινές σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή αριστερή ομάδα της εποχής. Εάν τα στοιχεία είναι πράγματι συντριπτικά, ότι ο φασισμός έχει τις ρίζες του στην άκρα αριστερά, από πού τότε πηγάζει η φήμη του ως μια δεξιά ιδεολογία;
Η απάντηση φαίνεται πως είναι ένας συνδυασμός τριών βασικών παραγόντων: Πρώτον η μαρξιστική προπαγάνδα, που δυστυχώς βρήκε τρόπο να εκφραστεί στην επικρατούσα ιστοριογραφία, δεύτερον η αναθεώρηση του ίδιου του αριστερού επαναστατικού δόγματος από τους ηγέτες του Φασισμού και τρίτον οι αναπόφευκτοι συμβιβασμοί και προσαρμογές που έκανε ο Φασισμός για την επίτευξη της ουσιαστικής κρατικής δύναμης και εξουσίας. Σχετικά με τον πρώτο παράγοντα, ο David Ramsay Steele περιέγραψε την τυπική μαρξιστική ερμηνεία του Φασισμού σε ένα σημαντικό άρθρο του για την ιστορία του Φασισμού.
( http:/la-articles.org.uk/fascism.htm):
«Στη δεκαετία του 1930 η αντίληψη για το «Φασισμό» στον αγγλόφωνο κόσμο διαμορφώθηκε σα μια εξωτική, ακόμα και κομψή, Ιταλική καινοτομία ενός συμβόλου του κακού για κάθε σκοπό. Κάτω από την επίδραση διάφορων αριστερών συγγραφέων, διαδόθηκε μια άποψη του Φασισμού, που έχει παραμείνει κυρίαρχη από τότε στους διανοούμενους μέχρι σήμερα. Αυτή έχει ως εξής:
«Ο φασισμός είναι ένας χωρίς μάσκα καπιταλισμός. Είναι ένα εργαλείο του Μεγάλου Κεφαλαίου, το οποίο κυβερνά μέσω της δημοκρατίας, μέχρι να αισθανθεί θανάσιμα απειλούμενο, οπότε και εξαπολύει το Φασισμό. Ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ ανήλθαν στην εξουσία από το Μεγάλο Κεφάλαιο, επειδή το Μεγάλο Κεφάλαιο ένοιωσε απειλή από την επαναστατική εργατική τάξη. Πρέπει φυσικά να εξηγήσουμε μετά, πώς μπορεί να είναι ο Φασισμός ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα το οποίο δεν καθοδηγείται ούτε οργανώνεται από το Μεγάλο Κεφάλαιο. Η εξήγηση είναι ότι ο Φασισμός το κάνει αυτό χρησιμοποιώντας με ένα φιλικό και έξυπνο τρόπο τα σύμβολα και την τελετουργία, καθώς ως διανοητικό δόγμα είναι κενός οποιουδήποτε σοβαρού περιεχομένου, ή εναλλακτικά, το περιεχόμενό του είναι ένα μίγμα διαφόρων ασυνάρτητων στοιχείων. Η έλξη που εξασκεί ο Φασισμός είναι περισσότερο συγκινησιακής παρά ιδεολογικής φύσης. Στηρίζεται στην απαγγελία ύμνων, στον κυματισμό της σημαίας, και άλλα θεατρινίστικα τεχνάσματα, τα οποία δεν είναι τίποτα παραπάνω από διάφορες συσκευές παραλογισμού που χρησιμοποιούν οι ηγέτες του Φασισμού, οι οποίοι έχουν πληρωθεί από το Μεγάλο Κεφάλαιο για να ελέγξουν τις μάζες».
Αυτή η αντίληψη εξακολουθεί να είναι η τυπική αριστερή "ανάλυση" του Φασισμού ακόμη και σήμερα, και χρησιμοποιείται μάλιστα για να εξηγήσει διάφορα άλλα πολιτικά κινήματα σα φασιστικά, παρότι δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τον ιστορικό Φασισμό.
Η πραγματικότητα πάντως της προέλευσης του Φασισμού είναι αρκετά διαφορετική. Οι δημιουργοί του ήταν μια ομάδα αριστερών διανοούμενων και πολιτικών προσωπικοτήτων των οποίων το κοινό σημείο αναφοράς ήταν η συνειδητοποίησή τους ότι ο Μαρξισμός ήταν μια αποτυχημένη ιδεολογία. Όπως παρατήρησε ο Steele:
«Ο φασισμός ξεκίνησε ως μια αναθεώρηση του Μαρξισμού από Μαρξιστές, μια αναθεώρηση που αναπτύχθηκε σε διαδοχικά στάδια, έτσι ώστε αυτοί οι Μαρξιστές έπαψαν βαθμιαία να θεωρούν τον εαυτό τους Μαρξιστές, και τελικά έπαψαν να θεωρούνται ως σοσιαλιστές. Ποτέ δεν σταμάτησαν όμως να θεωρούν τον εαυτό τους σαν αντι-φιλελεύθερους επαναστάτες.
«Η κρίση του Μαρξισμού εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1890. Οι Μαρξιστές διανοούμενοι μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι μιλούσαν για τα μαζικά σοσιαλιστικά κινήματα σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη, εντούτοις εκείνα τα χρόνια κατέστη σαφές ότι ο Μαρξισμός είχε επιζήσει σε έναν κόσμο, που σύμφωνα με τον Μαρξ δε θα μπορούσε να υπάρχει. Οι εργαζόμενοι γίνονταν πλουσιότεροι, η εργατική τάξη τεμαχίστηκε σε πολλά κομμάτια με διαφορετικά συμφέροντα, η τεχνολογική πρόοδος επιταχυνόταν παρά συναντούσε οδοφράγματα, το "ποσοστό κέρδους" δεν έπεφτε, ο αριθμός των πλούσιων επενδυτών ("μεγιστάνων του κεφαλαίου") δεν έπεφτε αλλά αυξανόταν, η βιομηχανική συγκέντρωση δεν αυξανόταν και σε όλες τις χώρες οι εργαζόμενοι έθεταν τη χώρα τους πάνω από την τάξη τους».
Οι πρώτοι Φασίστες ήταν πρώην Μαρξιστές που έφτασαν να αμφιβάλουν για την επαναστατική δυνατότητα της ταξικής πάλης, αλλά είχαν φτάσει ταυτόχρονα να πιστέψουν ότι ο επαναστατικός εθνικισμός προσέφερε μια σημαντική υπόσχεση. Όπως παρατήρησε ο Μουσολίνι σε μια ομιλία του στις 5 Δεκεμβρίου 1914:
«Το έθνος δεν έχει εξαφανιστεί. Συνηθίζαμε να πιστεύουμε πως αυτή η έννοια ήταν συνολικά χωρίς ουσία. Αντ' αυτού βλέπουμε το έθνος να αναδύεται ως μια συνταρακτική πραγματικότητα μπροστά μας... Η τάξη δεν μπορεί να καταστρέψει το έθνος. Η τάξη αποκαλύπτεται ως μια ομάδα συμφερόντων - αλλά το έθνος είναι μια ιστορία συναισθημάτων, παραδόσεων, γλώσσας, πολιτισμού, και φυλής. Η τάξη μπορεί να γίνει ένα αναπόσπαστο τμήμα του έθνους, αλλά δεν μπορεί να σκιάσει το ένα το άλλο. Η ταξική πάλη είναι μια μάταιη φόρμουλα, με αποτέλεσμα και συνέπεια να βρίσκει κάποιος οπουδήποτε ένα λαό που δεν έχει ενσωματωθεί στα κατάλληλα γλωσσικά και φυλετικά όριά του - όπου το εθνικό πρόβλημα δεν έχει επιλυθεί οριστικά. Σε τέτοιες περιστάσεις το ταξικό κίνημα βρίσκεται εξασθενισμένο από ένα δυσοίωνο ιστορικό κλίμα.»
Ο Φασισμός εγκατέλειψε στη συνέχεια την ταξική πάλη για μια επαναστατική εθνικιστική άποψη που αντιπροσώπευσε την ταξική συνεργασία υπό την ηγεσία ενός ισχυρού κράτους, το οποίο μπορούσε να ενώσει το έθνος και να επιταχύνει τη βιομηχανική ανάπτυξη. Πράγματι, ο Steele έκανε μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση σχετικά με τις ομοιότητες μεταξύ των μαρξιστικών κινημάτων "εθνικής απελευθέρωσης" της Ιταλίας και του Τρίτου Κόσμου κατά το δεύτερο ήμιση του εικοστού αιώνα:
«Η λογική κάτω από τη μετατοπιζόμενη θέση τους ήταν ότι δεν επρόκειτο δυστυχώς να υπάρξει καμιά επανάσταση της εργατικής τάξης, είτε στις προηγμένες χώρες, είτε στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες όπως η Ιταλία. Η Ιταλία ήταν μόνη της και το πρόβλημα της Ιταλίας ήταν η χαμηλή βιομηχανική παραγωγή. Η Ιταλία ήταν ένα εκμεταλλευόμενο προλεταριακό έθνος, ενώ οι πλουσιότερες χώρες ήταν έθνη φουσκωμένων μπουρζουάδων. Το έθνος ήταν ο μύθος που θα μπορούσε να ενώσει τις παραγωγικές τάξεις σε ένα κίνημα για την διεύρυνση της παραγωγής. Αυτές οι ιδέες προανήγγειλαν την προπαγάνδα του Τρίτου Κόσμου της δεκαετίας του '50 και '60, όταν η ελίτ στις οικονομικά καθυστερημένες χώρες παρουσιάστηκε ως η «προοδευτική» εκείνη δύναμη που με το δικό της ανθρωπιστικό κανόνα θα επιτάχυνε την ανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου. Από τον Nkrumah μέχρι τον Κάστρο, οι δικτάτορες του Τρίτου Κόσμου θα περπατούσαν στα βήματα του Μουσολίνι. Ο Φασισμός ήταν μια πλήρης πρόβα ρούχων για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο».
Κατά τη διάρκεια των είκοσι τριών ετών του στην εξουσία, το καθεστώς του Μουσολίνι έκανε βεβαίως σημαντικές παραχωρήσεις σε διάφορα παραδοσιακά συντηρητικά συμφέροντα όπως η μοναρχία, οι Μεγάλες Επιχειρήσεις και η Καθολική Εκκλησία. Αυτές οι εκ πολιτικής ανάγκης παραχωρήσεις είναι μεταξύ εκείνων των στοιχείων που χρησιμοποιούν χαρακτηριστικά οι αριστεροί ως ενδείξεις για τη δεξιά φύση του Φασισμού. Εντούτοις, υπάρχουν άφθονα στοιχεία ότι ο Μουσολίνι παρέμεινε ουσιαστικά σοσιαλιστής σε όλη την οδιάρκεια της πολιτικής ζωής του. Μέχρι το 1935, δέκα τρία χρόνια μετά την κατάληψη της εξουσίας στην Πορεία προς της Ρώμη, το 75% της Ιταλικής βιομηχανίας είτε είχε εθνικοποιηθεί πλήρως είτε είχε τεθεί υπό εντατικό κρατικό έλεγχο. Πράγματι, προς το τέλος της ζωής του όσο και της ζωής του καθεστώτος του, οι οικονομικές πολιτικές του Μουσολίνι ήταν κατά το πλείστον αριστερές.
Αφού έχασε για μερικούς μήνες τη δύναμή του κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1943, ο Μουσολίνι επέστρεψε με γερμανική βοήθεια ως αρχηγός του Ιταλικού κράτους και εγκαθίδρυσε τη λεγόμενη Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία. Το καθεστώς εθνικοποίησε στη συνέχεια όλες τις επιχειρήσεις που απασχολούσαν περισσότερους από εκατό εργαζομένους, ανακατένειμε τις κατοικίες, που ήταν προηγουμένως υπό ιδιωτική ιδιοκτησία, στους εργαζομένους κατόχους τους και ασχολήθηκε με την ανακατανομή εδαφώ. Αρκετοί επίσης προεξέχοντες Μαρξιστές ήταν στη κυβέρνηση του Μουσολίνι, συμπεριλαμβανομένου του Nicola Bombacci, του ιδρυτή του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και προσωπικού φίλου του Λένιν. Αυτά τα γεγονότα περιγράφονται με ιδιαίτερες λεπτομέρειες στην εργασία του Norling.
Θα φαινόταν ότι ο ιστορικός πικρός ανταγωνισμός μεταξύ των Μαρξιστών και των Φασιστών είναι λιγότερο μια σύγκρουση μεταξύ αριστερών και δεξιών, και περισσότερο μια σύγκρουσης μεταξύ πρώην αμφιθαλών αριστερών αδελφών. Αυτό δεν πρέπει να μας προκαλέσει καμιά ιδιαίτερη έκπληξη δεδομένης της τάσης των ριζοσπαστικών αριστερών ομάδων για σεκταριστικές αιματηρές διενέξεις. Πράγματι, μπορεί να θεωρηθεί λογικά ότι ο αριστερός "αντι-φασισμός" έχει τις ρίζες του πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο στο φθόνο ενός πιο επιτυχούς συγγενή. Όπως σημείωσε ο Steele:
Ο Μουσολίνι πίστευε ότι ο Φασισμός ήταν ένα διεθνές κίνημα. Ανέμενε ότι αμφότερες η παρακμιακή Δημοκρατία και ο δογματικός Μαρξισμός-Λενινισμός θα έδιναν παντού δρόμο στο Φασισμό, ότι ο εικοστός αιώνας θα ήταν ένας αιώνας του Φασισμού. Σαν τους αριστερούς συγχρόνους του, υποτίμησε την ανθεκτικότητα τόσο της δημοκρατίας όσο και του φιλελευθερισμού της ελεύθερης αγοράς. Αλλά ουσιαστικά η πρόβλεψη του Μουσολίνι εκπληρώθηκε: οι περισσότεροι από τους λαούς του κσόμου στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα κυβερνήθηκαν από κυβερνήσεις που ήσαν στην πράξη πιο κοντά στο Φασισμό παρά στο Φιλελευθερισμό ή στο Μαρξισμό-Λενινισμό. Ο εικοστός αιώνας ήταν πράγματι ο αιώνας του Φασισμού….