Συγκεκριμένα στην 3η Σεπτεμβρίου ο δρόμος ήταν γεμάτος από κάδους γεμάτους και σκουπίδια πεταμένα εδώ κι εκεί.
Τα μαγαζιά της περιοχής ήταν κλειστά και όλα χρωματισμένα με γκράφιτι.
Στον δρόμο συναντούμε μετανάστες που τους διακρίνουμε από τις τοπικές ενδυμασίες τους.
Στα γύρω φανάρια κάποιοι από αυτούς γυρίζουν να σκουπίσουν τα τζάμια των διερχόμενων αυτοκινήτων όταν σταματούν και ζητιανεύουν πουλώντας χαρτομάντιλα και διάφορα μικροπράγματα.
Λίγα στενά πιο κάτω διακρίνουμε ναρκομανείς που έχουν ξαπλώσει για να συνέλθουν από την "δόση" που έχουν πάρει.
Οι περαστικοί δεν περνούν από δίπλα τους γιατί φοβούνται για την ζωή τους μη ξέροντας πως θα αντιδράσουν αν τους πλησιάσουν.
Η ασφάλεια στους γύρω δρόμους δεν είναι τόσο διακριτή και οι δρόμοι είναι άδειοι με συνέπεια την πτώση της αγοράς και την άνοδο του λαθρεμπορίου.
Ο χάρτης του λευκού θανάτου και της μαύρης ζωής
Μασσαλίας, Μάρνη, Ιάσονος, Μενάνδρου και Ομόνοια αποτελούν τα πιο πολυσύχναστα στέκια ναρκομανών στο κέντρο της πρωτεύουσας. Οι αγοραπωλησίες γίνονται ακόμα και μέρα-μεσημέρι, κάτω από τα βλέμματα των περαστικών.
Αρχικά το στέκι ήταν πιο χαμηλά, προς το μετρό. Τώρα ήρθε έξω από τη Νομική», μας λένε οι 20χρονες φοιτήτριες Μερόπη, Μαριρένα και Κατερίνα. Φροντίζουν να φεύγουν με παρέα από το πανεπιστήμιο και μερικές φορές φοβούνται να πάνε μέχρι τη στάση του μετρό.
Οι περαστικοί συχνά ξαφνιάζονται βλέποντας τους ναρκομανείς να μπλέκονται με τους αστέγους, που είναι παλαιότεροι στη γειτονιά. «Τι συμβαίνει εδώ; Εχει γίνει γκέτο;», αναρωτιούνται.
Αρκετά παρακάτω, στη Μάρνη και τη Στουρνάρη, οι κάτοικοι και οι επιχειρηματίες δεν αναρωτιούνται πια. Ξέρουν πως η πιάτσα της Τοσίτσα, που ενοχλούσε σαν κακοφορμισμένο σπυρί το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και το ΕΜΠ, σπρώχτηκε στη γειτονιά τους.
«Η διακίνηση ναρκωτικών και τα άλλα προβλήματα που οδηγούν το κέντρο σε γκετοποίηση συνεχίζουν με αμείωτη ένταση».