.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Σύγκριση Κομμουνισμού-Φασισμού




«Ο 20ός αιώνας είναι ο αιώνας του ολοκληρωτισμού, δηλαδή απολυταρχικών καθεστώτων κεντρικά οργανωμένων, όπου το κράτος και η πολιτική τείνουν να απορροφήσουν όλες τις πτυχές της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Ο ολοκληρωτισμός διαθέτει δυνατότητες που του παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία και ο σύγχρονος κρατικός συγκεντρωτισμός, που δεν είχαν αυταρχικά καθεστώτα προηγουμένων εποχών. Σ’ αυτές τις δυνατότητες περιλαμβάνεται η μαζική προπαγάνδα, η μαζική καταπίεση και η μαζική εξολόθρευση. Σ’ αυτόν τον τρομερό αιώνα, τον οποίο ο Eric Hobsbawm ονομάζει «εποχή ακροτήτων» στο ομώνυμο βιβλίο του, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα διέπραξαν μαζικά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Τίθεται, επομένως, το ερώτημα αν μπορεί να συγκριθεί ο κομμουνισμός με άλλες μορφές ολοκληρωτισμού, και κυρίως με το ναζισμό. Όμως, η αναφορά στην απλή δυνατότητα σύγκρισης μεταξύ ναζισμού και κομμουνισμού φάνηκε στους υπερασπιστές τής κομμουνιστικής ιδεολογίας τερατώδης και βλάσφημη. Ωστόσο, τα επιχειρήματα που επιστράτευσαν ήταν ασυνήθιστα ισχνά.
Ασφαλώς και υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στο ναζισμό και τον κομμουνισμό. Η κύρια διαφορά, όμως, δεν βρίσκεται, όπως νομίζουν οι κομμουνιστές και ορισμένοι διανοούμενοι που αυτοπροσδιορίζονται χαλαρά ως «αριστεροί», στην υποτιθέμενη ανθρωπιστική επαγγελία ή στο ουτοπικό όραμα του κομμουνισμού. Η κύρια διαφορά ανάμεσα στους δύο ολοκληρωτισμούς συνίσταται στο ότι η κτηνωδία στο ναζισμό είναι κυνική και απροκάλυπτη, ενώ στον κομμουνισμό είναι καμουφλαρισμένη με ιδεολογικά φτιασίδια.
Βαρύνουσα σημασία σ’ αυτήν τη συνάφεια έχει η συμβολή του Γάλλου, πρώην κομμουνιστή ιστορικού Francois Furet. Ο Francois Furet ήταν η μεγάλη μορφή που αναγνώρισε την αξία της θεωρητικής έμπνευσης του Ernst Nolte, με τον οποίο είχε συχνή αλληλογραφία πάνω στη σχέση (όχι την ταύτιση) ανάμεσα στο ναζισμό και τον κομμουνισμό. Ο Γάλλος ιστορικός υποστηρίζει ότι οι συγγένειες ανάμεσα στα δυο συστήματα είναι οργανικές και όχι τυχαίες, ότι η αμοιβαία συμπάθεια μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν ήταν ισοσθενής με την αμοιβαία μεταξύ τους καχυποψία και ότι το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο του 1939 δεν ήταν δημιούργημα μιας απλής συγκυρίας.
«Κανένα από τα δύο στρατόπεδα», γράφει ο Furet στον Nolte, «δεν μπορεί να γίνει κατανοητό στον μελετητή αν δεν κατανοήσει συγχρόνως το άλλο. Εξαρτώνται αμοιβαία από τα πάθη από τα οποία κυριαρχούνται και τις ιδέες και παραστάσεις που τα διέπουν, καθώς και τη συνολική ιστορική πραγματικότητα στην οποία εντάσσονται».
Η ιδέα αυτή μιας μεγαλύτερης συγγένειας από ό,τι φαντάζονται πολλοί, μεταξύ κομμουνισμού και ναζισμού, απορρίπτεται ενστικτωδώς από ορισμένους διανοούμενους της Αριστεράς. Η περιφρόνηση που νιώθουν για την έξαρση της σημασίας της φυλής στο ναζισμό και η γοητεία που ασκεί ο μαρξισμός στη συνείδησή τους, τους πείθουν ότι είναι απαράδεκτη και μόνη η ιδέα της δυνατότητας μιας τέτοιας σύγκρισης.
Όσο δεν υπήρχε επαρκής πληροφόρηση για το τι έκρυβε το κομμουνιστικό στρατόπεδο, αυτή η στάση ήταν ανεκτή και για ένα διάστημα αποδεκτή. Από εδώ και πέρα, αυτό είναι αδύνατο. Σημασία δεν έχει, πλέον, όπως φαίνεται, η πραγματικότητα, το «υπαρκτό» του σοσιαλισμού όπως τον εβίωσε το ένα τρίτο της ανθρωπότητας, αλλά ο σκοπός του, ο ορίζοντας των ιδανικών του, ο ουτοπικός οραματισμός του.
Είναι απορίας άξιον ότι αυτήν τη στάση υιοθετούν «μαρξιστές». Ο Μαρξ έγραφε στην Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (1859) ότι δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξή τους, αλλά αντίθετα η κοινωνική τους ύπαρξη που καθορίζει τη συνείδηση τους. Κατ’ αντιστοιχία, μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα έργα ενός καθεστώτος μας παρέχουν το μέσον για να κριθεί το ίδιο, και όχι η προπαγάνδα του, η ιδεολογία του ή οι οραματισμοί του.
Αυτό μας φέρνει ξανά στην ασυμμετρία που είχε καταγγείλει ο Besancon, ανάμεσα στην ηθική καταδίκη του ναζισμού και του κομμουνισμού από τη διεθνή κοινή γνώμη. Η καταδίκη του ναζισμού από την πολιτισμένη ανθρωπότητα είναι απόλυτη και δικαιολογημένη πέρα για πέρα. Οποιαδήποτε προσπάθεια «αναθεώρησης» της ιστορικής κρίσης για το ναζισμό, που τείνει να μετριάσει τον εγκληματικό του χαρακτήρα, είναι απαράδεκτη από κάθε άποψη. Η υστερική αποθέωση της βίας, η θηριωδία, η μαζική εγκληματικότητα, ο ρατσισμός είναι τα χαρακτηριστικά του ναζισμού, τόσο στην ιδεολογία όσο και στην πρακτική του.
Ο ναζισμός καταδικάστηκε στο Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης από τους νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ασφαλώς όμως και από όλη την ανθρωπότητα, εναντίον της οποίας είχε διαπράξει ειδεχθή εγκλήματα. Όπως είπε ο γενικός εισαγγελέας για τη Γαλλία Frangois de Menthon προς στο δικαστήριο:
«Δεν έχουμε να κάνουμε με μια συμπτωματική ή περιστασιακή εγκληματικότητα. Έχουμε να κάνουμε με μια εγκληματικότητα που είναι συστηματική, η οποία εκπορεύεται από ένα δόγμα».
Το κατ’ εξοχήν έγκλημα του ναζισμού κατά της ανθρωπότητας ήταν η γενοκτονία των Εβραίων στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό το έγκλημα καταδίκασε το ναζισμό στην παγκόσμια συνείδηση. Η διεθνής αναγνώριση της μοναδικότητας της shoah {ή «ολοκαυτώματος») κατέστησε απαγορευτική οποιαδήποτε απόπειρα σύγκρισης με άλλα εγκλήματα. Λίγοι σήμερα θα αμφισβητούσαν αυτήν την κρίση της Ιστορίας.
Η φρίκη που εμπνέει η ναζιστική ιδεολογία δεν συνδέεται με μια μεταφυσική «ουσία», η οποία υποτίθεται ότι ενυπάρχει στην κοσμοθεωρία του ναζισμού, αλλά στα πεπραγμένα του τελευταίου, τα οποία αποτελούν μια ευρύτατα μοιρασμένη εμπειρία της ανθρωπότητας, βαθιά χαραγμένη στη συλλογική της μνήμη. Αν λοιπόν, κρίνεται ο ναζισμός από τα έργα του και όγι από τα «ιδανικά» του – όποια και αν είναι αυτά – το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τον κομμουνισμό. Και αυτός οφείλει να κριθεί με βάση αυτά που έκανε και όχι με βάση τα «οράματα» και την «ουτοπία» που τον ενέπνευσαν. Πρέπει, με άλλα λόγια, να πραγματοποιηθεί ένας εμπειρικός έλεγχος, μια αντικειμενική καταγραφή αυτών του των έργων.
Όμως, αυτή η καταγραφή απορρίπτεται εκ προοιμίου από τους ιδεολογικούς εκπροσώπους του κομμουνισμού σήμερα, εφόσον θα κατέτεινε στην ιδέα της συγκρισιμότητας μεταξύ ναζισμού και κομμουνισμού. Για λόγους που έχουν να κάνουν με τα ιδεολογικά τους βιώματα και όχι με τη λογική, οι άνθρωποι αυτοί, ακόμα και αν είναι επικριτικοί έναντι των κομμουνιστικών καθεστώτων, δεν μπορούν και δεν θέλουν να κρίνουν με το ίδιο μέτρο τον ναζισμό και τον κομμουνισμό.
Αυτό ισχύει για ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης, ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθετήσεως. Ο Raymond Aron, ο οποίος δεν ήταν αριστερής ιδεολογικής απόκλισης, έγραφε ότι η διαφορά ανάμεσα στον κομμουνισμό και το ναζισμό είναι ότι ο πρώτος οδηγεί τους αντιπάλους του σε στρατόπεδα εργασίας, ενώ ο δεύτερος σε στρατόπεδα θανάτου. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει η επιδίωξη να δημιουργηθεί ένας νέος τόπος ανθρώπου, στην άλλη η δαιμονική βούληση εξολόθρευσης μιας φυλής.
Αργότερα ο Aron άλλαξε γνώμη και άσκησε κριτική στην προηγούμενη θέση του. Η διαφορά ανάμεσα στους δύο ολοκληρωτισμούς, θα γράψει ο Aron, βρίσκεται στον «οικουμενισμό» του κομμουνισμού και στη «φυλετική» ερμηνεία της ιστορίας από το ναζισμό. Ο «φυλετικά κατώτερος» δεν έχει θέση στο ναζιστικό κράτος, ενώ ο «ταξικός εχθρός» στο κομμουνιστικό καθεστώς έχει δυνατότητα να «αναμορφωθεί».
Αυτό, όμως δεν ισχύει στην πράξη, εφόσον εκατομμύρια υπήρξαν τα θύματα εκκαθαρίσεων στα κομμουνιστικά καθεστώτα, που εξολοθρεύθηκαν ως ομάδες. Με την έννοια αυτη, όπως λέει ο Aron, ο οικουμενισμός του κομμουνισμού λειτουργεί παραπλανητικά. Στο ίδιο θέμα γράφοντας ο Francois George, λέει ότι η διαφορά ανάμεσα στον κομμουνισμό και το ναζισμό συνίσταται στο ότι στον τελευταίο ο «εχθρός», το «εμπόδιο» στην πραγματοποίηση του «μεγαλειώδους οράματος», που είναι η δημιουργία μιας νέας, ισχυρής και καθαρόαιμης Ευρώπης, είναι ο Εβραίος. Η εξολόθρευσή του είναι ένας εμφανής στόχος. Στον κομμουνισμό, αυτή η σύνδεση μεταξύ οράματος και εχθρού, ανάμεσα στο ιδανικό και την αντίθεση του, είναι συγκαλυμμένη από ιδεολογήματα. Και έτσι εξηγείται, κατά τον Γάλλο φιλόσοφο, το πλήθος των ευγενών ιδεαλιστών που εξαπατήθηκαν από αυτόν, πέφτοντας στην ηθική παγίδα και αποδίδοντας ελαφρυντικά στον κομμουνισμό με το αιτιολογικό ότι έχει ευγενείς πόθους και αγαθές προθέσεις.
Είναι, όμως, αυτό θεμιτό; Ο Jacques Julliard, σημαίνουσα προσωπικότητα της γαλλικής Αριστεράς, εκφράζει μια εύλογη αντίρρηση:
«Για ποιο λόγο και ως προς τί, εγκληματίες που επικαλούνται το καλό είναι λιγότερο ένοχοι από εκείνους που επικαλούνται το κακό;»
Η στερεότυπη απάντηση στο ερώτημα του Julliard είναι ότι η ναζιστική ιδεολογία είναι απάνθρωπη, ενώ ο κομμουνισμός έχει τουλάχιστον αγαθές προθέσεις. Αν θέλουμε, όμως, να είμαστε δίκαιοι, δεν πρέπει να κρίνουμε το ναζισμό με βάση την περιγραφή του από τους αντιπάλους του ως – «ιδεολογία του μίσους»και τον κομμουνισμό με βάση τις ιδιότητες που του αποδίδουν οι οπαδοί του – «ανθρωπιστική αποστολή», «δημιουργία νέου ανθρώπου».
Οι αγαθές προθέσεις ή οι οικουμενικές ιδεολογίες δεν ξεπλένουν το έγκλημα,. Στο όνομα μιας «ψευδο-ιδεοκρατίας», όπως ονομάζει το ορθόδοξο μαρξιστικό δόγμα της Σοβιετικής Ένωσης ο Tsvetan Todorov, ο Στάλιν αποφασίζει εν ψυχρώ την καταδίκη της Ουκρανίας, της πιο πλούσιας περιοχής σε αγροτικά προϊόντα στη Σοβιετική Ένωση, σε λιμoκτovία. Η χρησιμοποίηση αυτής της μεθόδου εξόντωσης πληθυσμών έγινε συστηματικά και αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Η μέθοδος αυτή δεν είναι λιγότερο απάνθρωπη από τους θαλάμους αερίων των ναζί και δεν είναι μόνο στη Σοβιετική Ένωση που λιμοκτόνησαν οι άνθρωποι, αλλά και στην Κίνα . Η χρήση της συνιστά γενοκτονία. Και γενοκτονία, σύμφωνα με τον γαλλικό ποινικό κώδικα, μεταξύ άλλων, αλλά και με γενικότερες αρχές του διεθνούς δικαίου στοιχειοθετείται όταν υπάρχει σχέδιο που να τείνει προς το σκοπό της εξάλειψης μιας ομάδας ανθρώπων: δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει ΔΙΑΚΗΡΥΓΜΕΝΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ενός τέτοιου στόχου.
Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι τα ίδια τα γεγονότα, ιδίως όταν δεν μπορεί να διαμφισβητηθεί ότι ήταν προβλέψιμα, λόγω συγκεκριμένων πολιτικών αποφάσεων. Ούτε είναι ορθό να υποβιβάζεται η εξάλειψη μιας κοινωνικής τάξης, όπως συνέβη επανειλημμένα στα κομμουνιστικά καθεστώτα, σε χαμηλότερη βαθμίδα γενοκτονικής φρικαλεότητας από την εξάλειψη της φυλής. Όπως εύστοχα επισημαίνει ένας από τους συγγραφείς της Μαύρης Βίβλου, ο Yves Santamaria, με αυτόν τον τρόπο παραθεωρείται ένα βασικό γεγονός: οτι τόσο η φυλή, όσο και η κοινωνική τάξη, είναι παράγωγα της Ιστορίας: δεν είναι παράγωγο της «φύσης» η πρώτη και της Ιστορίας ή της κοινωνίας η δεύτερη. Και στις δύο περιπτώσεις εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του κατά περίπτωσιν εξολοθρευτή να καθορίσει σε ποια τάξη, φυλή ή οποιαδήποτε άλλη ομάδα προς εξόντωση ανήκει ή δεν ανήκει κάποιος. Δικαιώνεται, συνεπώς, ο Besancon όταν δίνει μια απερίφραστα καταφατική απάντηση στο ερώτημα αν ο κομμουνισμός είναι εξ ίσου εγκληματικός με το ναζισμό και το φασισμό.
Όπως εύστοχα σχολιάζει ο Franrois Furet, το κοινό σημείο που έχουν μεταξύ τους, ο κομμουνισμός από τη μια μεριά και ο φασισμός και ο ναζισμός από την άλλη, είναι το μίσος για τη δημοκρατία και τη νεωτερικότητα, τη δυνατότητα που έχουν οι άνθρωποι να ρυθμίζουν τη ζωή τους σύμφωνα με τις ατομικές τους προτιμήσεις. Η ίδια η επανάσταση δημιουργεί το μίσος για τον αστό – και ο Χίτλερ θεωρούσε τον εαυτό του επαναστάτη. Η ιδέα της επανάστασης ελκύει πολλούς διανοούμενους, συνεχίζει ο Furet, διότι είναι «η επιβεβαίωση της δυνατότητας του ανθρώπου να αυτοδημιουργηθεί – να αυτο-εφευρεθεί». Είναι σύμβολο της «δημοκρατικής αυτονομίας του ατόμου και της αυτο-ιδιοποίησής του». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στο φαντασιακό του δυτικού ανθρώπου σήμερα συνυφαίνεται η ιδέα της επανάστασης με τη δημοκρατία. Είναι απότοκο της κληρονομιάς της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραβλέπεται ότι όλες οι επαναστάσεις δεν ήταν δημοκρατικές και ότι ολοκληρωτικά κινήματα χρησιμοποίησαν επαναστατικές μεθόδους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση του φασισμού, όπως δείχνουν οι ιστορικές μελέτες του Renzo De Felice, που παραμένουν μοναδικές σε ερευνητική πληρότητα και αναλυτική διεισδυτικότητα.
Η θέση του De Felice, την οποία υιοθετεί ο Furet, είναι ότι το φασιστικό κίνημα του Μουσσολίνι άντλησε την τρομακτική του δύναμη από τον κομμουνισμό με την εξής έννοια: όχι διότι ο Μουσσολίνι έκανε χρήση «ατάκτων» στοιχείων, αλλά διότι αντέστρεψε τη δυναμική των πραγμάτων που ήταν επαναστατική στη διάρκεια της «κόκκινης διετίας» 1919-20 στη Βόρειο Ιταλία. Στον επαναστατικό μαξιμαλισμό των αριστερών ο Μουσολίνι έδωσε μία εθνικιστική κατεύθυνση. Ο φασισμός αποτέλεσε μια επαναστατική και όχι συντηρητική αναστροφή της κατάστασης που δημιουργήθηκε από την κοινωνική αναταραχή εκείνης της περιόδου. Αυτό αποτελεί άλλη μια περίπτωση όπου η ανάλυση του De Felice επιβεβαιώνει τη θεμελιακή ιδέα του Furet, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να νοηθεί είτε ο κομμουνισμός, είτε ο φασισμός και ο ναζισμός στον εικοστό αιώνα, χωρίς αναφορά στις αλληλοδράσεις μεταξύ τους, χωρίς παραπομπή σε κοινές μήτρες, χωρίς την κοινή αποστροφή για τη νεωτερικότητα και χωρίς τον πόθο δημιουργίας ενός «νέου ανθρώπου», μιας «νέας τάξης» και ενός «νέου λαού.»


Του Δημήτρη Δημητράκου, καθηγητή της Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.